
"Έντεινε και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης"
(Ψαλμός 44)
Γεννήθηκα στον πόλεμο κι ένιωσα το φόβο από την αρχή της ζωής μου. Θυμάμαι όταν οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν ο κόσμος, φοβισμένος, βγήκε στο βουνό για να γλιτώσει. Η μητέρα μου με κουβάλησε στις πλάτες πάνω στο βουνό, στην "Οξιά" ή στη "Βουνάσα", χειμώνα καιρό, μέσα στα χιόνια, τυλιγμένο σε μια βελέντζα.
Λένε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον που γίνεται ένα με αυτό που μετέχει. Έτσι ο ένας μετέδιδε το φόβο του στους άλλους. Όταν υπήρχε μαζί μας ένας που είχε δύναμη και θάρρος μετέδιδε σε όλους τη δύναμή του και το θάρρος του.
Η μητέρα μου τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της ήταν κατάκοιτη. Έμενε με την κυρία Λάουρα, τη γυναίκα που την φρόντιζε. Τα αδέρφια μου που έμεναν στην ίδια γειτονιά, στην Αγία Τριάδα, είχαν μοιράσει μεταξύ τους τις ώρες, ώστε πάντα να βρίσκεται κάποιος κοντά της, για να μη νιώθει μόνη.