Κάποτε, μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέ κάλεσαν οἱ Ἀμερικανοί φίλοι μου νά τούς ἐπισκεφτῶ ἀπό τήν Ἀγγλία. Ἐγώ στό μεταξύ εἶχα πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) ζεῖ στό Σικάγο καί ἀποφάσισα νά τόν ἐπισκεφτῶ, μολονότι αὐτό δέν ἦταν οὔτε τόσο φθηνό μά οὔτε καί τόσο ἁπλό.Τηλεφώνησα στήν σερβική Ἐκκλησία γιά νά μάθω τήν διεύθυνσή του καί μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ἔλειπε σέ ταξίδι στή Ν. Ὑόρκη γιά ἕνα τριήμερο. Ἦταν γιά μένα δῶρο ἐξ οὐρανοῦ.
Συναντηθήκαμε. Ἐκεῖνος ἦταν γερασμένος καί καταβεβλημένος, ἀλλά τό βλέμμα τῶν μαύρων ματιῶν του διαπερνοῦσε τόν συνομιλητή -ὅπως τότε στήν Σερβία- μέχρι τήν καρδιά.
Ἀρχίσαμε νά μιλᾶμε γιά τήν πορεία τοῦ κόσμου, γιά τήν Ἐκκλησία, τή Ρωσία…





