
Ἄν παρακαλούσαμε κάποιον ἄρχοντα - ὄχι γιά νά μᾶς γλιτώσει τήν ζωή μας, ἀλλά ἁπλά γιά νά μᾶς κάμει κάποια μικρή «καλωσύνη», – δέν θά προσηλώναμε σ’ αὐτόν τά μάτια μας καί τήν καρδιά μας; Δέν θά «κρεμόμασταν» κυριολεκτικά ἀπό τήν ὄψη τοῦ προσώπου του, μέ ἔντονη προσοχή, γιά νά εἰσπράξουμε τήν συγκατάθεσή του ἔστω μέ ἕνα νεῦμα του; Δέν θά τρέμαμε, μήπως κάποιος ἀκατάλληλος ἤ ἀδέξιος δικός μας λόγος τόν ἐρεθίσει καί τοῦ κόψει τήν καλή γιά μᾶς διάθεση;