Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Το κακό παράδειγμα του αυστηρού δασκάλου

Στην Ευρώπη ακόμη θυμούνται το βράδυ όπου ο Έλληνας πρωθυπουργός, κ. Γιώργος Παπανδρέου, εξομολογήθηκε στους ομολόγους του ότι η χώρα του ήταν διεφθαρμένη. «Ήταν πολύ εντυπωσιακός και πολύ ειλικρινής. Βασικά είπε: "Η χώρα μου είναι μία διεφθαρμένη χώρα από το Α ως το Ω"», δηλώνει αξιωματούχος της Ε.Ε. που ήταν παρών στο δείπνο το οποίο έλαβε χώρα στις 10 Δεκεμβρίου του 2009 στις Βρυξέλλες, όπου ο κ. Παπανδρέου απογύμνωσε την «οικονομική ψυχή» της Αθήνας.

Οι παραδοχές του, στην αρχή της ευρωπαϊκής συνόδου, αποτέλεσαν ένα ουσιαστικό βήμα στη διαδικασία κατά την οποία οι εταίροι της χώρας -πεπεισμένοι ότι ο πρωθυπουργός της ήταν ειλικρινής ως προς την αποφασιστικότητά του να εισαγάγει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις- κατέληξαν στο να ανακοινώσουν τον Μάιο τη διάσωση των 110 δισ. ευρώ για το πιο σάπιο οικονομικά μέλος της ευρωζώνης.

Παρ' όλα αυτά, εν αντιθέσει με την εντύπωση την οποία έδωσαν τότε, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι γνώριζαν, μήνες προτού αναλάβει καθήκοντα τον Οκτώβριο του 2009 ο κ. Παπανδρέου, ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας ήταν στη χειρότερη δυνατή κατάσταση.

Στις αρχές Ιουλίου του προηγούμενου έτους, ο κ. Joaquin Almunia, ο Ισπανός σοσιαλιστής που τότε ήταν επίτροπος της Ε.Ε. αρμόδιος επί νομισματικών θεμάτων, κυκλοφόρησε ένα memorandum στους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών, όπου εξέφραζε ισχυρές αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των στοιχείων που η συντηρητική ελληνική κυβέρνηση παρείχε στις Βρυξέλλες. Το έγγραφο προέβλεπε ακόμη ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού πιθανώς να ξεπερνούσε το 10% του ΑΕΠ - πρόβλεψη την οποία οι σοσιαλιστές του κ. Παπανδρέου επιβεβαίωσαν λίγο αφού ανέλαβαν την ηγεσία της χώρας. Παρ' όλα αυτά, οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. δεν έλαβαν καμία δράση πριν από τον Οκτώβριο, ίσως επειδή, κατά την καθιερωμένη πρακτική, θεώρησαν απρεπές να φέρουν σε δύσκολη θέση μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση - ειδικότερα όταν αντιμετωπίζει μία δύσκολη προεκλογική εκστρατεία.
Εάν αυτό το επεισόδιο αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο τα πολιτικά ζητήματα παρεμβαίνουν στην αποτελεσματική διοίκηση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, το ίδιο συμβαίνει και με τη θλιβερή ιστορία του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης. Αυτοί οι δημοσιονομικοί κανόνες, που συμφωνήθηκαν το 1997 έπειτα από έντονες συζητήσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, έθεσαν, για τις χώρες που ήθελαν να υιοθετήσουν το ευρώ, ανώτατο όριο δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ και ελλείμματος του προϋπολογισμού στο 3% του ΑΕΠ.

Ανέκαθεν, οι Γερμανοί αξιωματούχοι υποπτεύονταν ότι από τη στιγμή όπου οι χώρες έμπαιναν στη ζώνη του ευρώ, η δέσμευσή τους στη δημοσιονομική πειθαρχία θα ταλαντευόταν. Όπερ και εγένετο - αν και λίγοι περίμεναν ότι η ίδια η Γερμανία θα ήταν από τους πρώτους παραβάτες.

«Οι Γερμανοί ανησυχούσαν ότι η νοοτροπία της δημοσιονομικής χαλαρότητας σε άλλες χώρες δεν θα άλλαζε σε μία νύχτα. Νόμιζαν ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν ενός είδους ζουρλομανδύας. Τελικά, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο... μανδύας και ούτε τόσο σφιχτός», αστειεύεται ο κ. Pascal Lamy, ο Γάλλος γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στενός συνεργάτης τότε του κ. Jacques Delor, του ισχυρού προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περίοδο 1985 - 1995.

Ο κώδωνας κινδύνου σήμανε το 2002, όταν η Κομισιόν πρότεινε να σταλεί προειδοποίηση στη Γερμανία και στην Πορτογαλία ότι τα ελλείμματά τους προσεγγίζουν το όριο του 3%. Οι κυβερνήσεις αγνόησαν τη σύσταση της Κομισιόν.

Η Κομισιόν προσπάθησε και πάλι το 2003, ζητώντας από τη Γαλλία και τη Γερμανία να λάβουν πιο σκληρά μέτρα περικοπής των δημοσίων δαπανών. Αλλά σε μία βαρυσήμαντη συνάντηση στις 25 Νοεμβρίου, οι υπουργοί Οικονομικών ανέστειλαν τη διαδικασία για την παραβίαση υπερβολικών ελλειμμάτων εναντίον του Παρισιού και του Βερολίνου - μια απόφαση που επέτρεψε στις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης να γλιτώσουν τις συνέπειες παρότι επί τρία συναπτά έτη παραβίαζαν τους κανόνες. Σημειώνεται ότι ενώ η Ιταλία και η Βρετανία στάθηκαν στο πλευρό της Γαλλίας και της Γερμανίας, οι μικρότερες χώρες υποστήριξαν την Κομισιόν. Η διαμάχη αυτή άφησε να εννοηθεί ότι οι μεγάλοι πιστεύουν πως άλλοι κανόνες ισχύουν για τους ίδιους και άλλοι για τους μικρότερους.

Μέχρι τον Μάρτιο του 2005, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν ουσιαστικά ξαναγράψει το σύμφωνο σταθερότητας, χαλαρώνοντας τους κανόνες του και καθιστώντας ακόμη λιγότερο πιθανή την επιβολή ποινών για υπερβολικά ελλείμματα. Η αντίδραση των χρηματαγορών ήταν ήπια, γεγονός που επέτρεψε στις κυβερνήσεις να πιστέψουν ότι γλίτωσαν. Κατά την άποψη ορισμένων, οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν καταστροφικό προηγούμενο.
«Αυτό ήταν το πρώτο σοβαρό λάθος στην ευρωζώνη, γιατί άνοιξε την πόρτα και σε άλλες χώρες να προβάλλουν δικαιολογίες και να δείχνουν τη Γερμανία υποστηρίζοντας: "Κοίτα, εκείνοι το έκαναν, άρα αφήστε μας ήσυχους!"», δηλώνει ο κ. Jurgen Thumann, πρόεδρος της πανευρωπαϊκής ένωσης εργοδοτών, BusinessEurope.

Ο κ. Lamy συμφωνεί. «Ήταν ένα πραγματικό σφάλμα. Το εργαλείο αξιοπιστίας καταστράφηκε. Οι Γερμανοί θα ήθελαν ένα ισχυρότερο σύμφωνο σταθερότητας. Αλλά δεν είναι μόνο το περιεχόμενο του συμφώνου, είναι και ο τρόπος εφαρμογής των κανόνων».

Οι πιθανότητες να πειθαρχήσουν οι κυβερνήσεις στους κανόνες κάθε άλλο παρά αυξήθηκαν όταν ο κ. Romano Prodi, ο πρόεδρος της Κομισιόν από το 1999 έως το 2004, εκτίμησε τον Οκτώβριο του 2002 ότι το σύμφωνο σταθερότητας ήταν «ανόητο», γιατί προϋπέθετε κυρώσεις σε χώρες που ήδη αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες. «Είναι ένας ειλικρινής άνθρωπος, αφιερωμένος στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Θεωρήσαμε όμως εξαρχής ότι δεν έπρεπε να το πει αυτό», σχολίασε σχετικά πρώην μέλος της Κομισιόν.

Υπό το φως της φετινής διάσωσης της Ελλάδας, ορισμένοι επιφανείς Ευρωπαίοι -όπως ο κ. John Bruton, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, και ο κ. Karl Otto Pohl, πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας- δηλώνουν ότι αποτελεί έκπληξη, αν όχι σοκ, το ότι εξαρχής επιτράπηκε στη χώρα να γίνει μέλος της ευρωζώνης. Το επιχείρημά τους στηρίζεται στο γεγονός ότι μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας (το 2001), οι αρχές της Αθήνας παραδέχτηκαν πως είχαν παραποιηθεί τα δημοσιονομικά στοιχεία που είχαν δώσει ώστε να εξασφαλιστεί η ένταξη. Εν αντιθέσει με όσα υποστήριζαν, το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν σταθερά άνω του 3% πριν από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Το έλλειμμα είχε υποχωρήσει κάτω από το 3% μόνο μία χρονιά από το 1990.

Πρώην επίτροποι δηλώνουν ότι ήταν ευρέως γνωστό εκείνη την περίοδο πως τα στοιχεία ήταν αναξιόπιστα. «Εκείνη την περίοδο, δεν ξέρω εάν μπορούσε να βασιστεί κανείς σε ακριβή ελληνική στατιστική για τον αριθμό των χιλιομέτρων που χωρίζουν τον Μαραθώνα από την Αθήνα», αναφέρει ο λόρδος Patten, Βρετανός συντηρητικός που διετέλεσε επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων επί προεδρίας Romano Prodi. «Ήταν μία περίπτωση του τύπου: όλοι προσποιούμαστε ότι τα πιστεύουμε και όλοι προσποιούνται ότι κάνουν αρκετά για να τους πιστέψουμε».
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/607845/ArticleFTgr.aspx

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου