Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Οι προσευχές ενός παιδιού

Ο άγιος Νεκτάριος, όταν ήταν μικρό παιδί, μόλις είχε πατήσει τα δεκατέσσερα. παρακάλεσε τους γονείς του να του επιτρέψουν να πάει στην Κωνσταντινούπολη να εργαστεί και να γραφτεί και στο σχολείο, μια και ήταν τόσο φτωχοί και δεν υπήρχε περίπτωση στην πατρίδα του, την άσημη Σηλυβρία της Θράκης, να μάθει κάτι περισσότερο από τα στοιχειώδη γράμματα.

Πράγματι, ο πατέρας του, βλέποντας τον ζήλο του, δεν του έφερε αντίρρηση. Και νάτος στην παραλία, γεμάτος όνειρα και επιθυμίες, ψάχνει να βρει καράβι να πλεύσει για την Κωνσταντινούπολη. Βλέπει ένα πλοίο να ετοιμάζεται να αποπλεύσει και η καρδιά του σκιρ­τάει από χαρά. Πλησιάζει τον καπετάνιο και τον παρακαλεί να τον πάρει μαζί του. Ο καπετάνιος κατάλαβε ότι είναι φτωχόπαιδο και του απαντά περιπαικτικά: «Κάνε μια βόλτα και μετά έλα να φύγουμε».

Ο Μικρός Αναστάσιος —αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα— κατάλαβε ότι τον περιπαίζει, γι’ αυτό δεν απομακρύνθηκε. Άρχισε όμως από μέσα του εντατική προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει να φτάσει στον προορισμό του. Και ο Θεός δεν άργησε να δώσει την απάντηση στη προσευχή του.

Ο καπετάνιος έβαλε μπρος τις μηχανές του καραβιού αλλά αυτές δεν κινούνταν. Μάταια προσπαθούσε να βρει ποιά ήταν η αιτία που δεν άφηνε το καράβι να ξεκινήσει για τον προορισμό του. Εκεί που καταϊδρωμένος προσπαθούσε να βάλει προς τη μηχανή του καραβιού, για να ξεκινήσει, ρίχνει το βλέμμα του στην ακτή και βλέπει τον Αναστάσιο να στέκεται θλιμμένος και να τον κοιτάζει. Αμέσως του λέει: «Έλα μέσα, γιατί χάσαμε πολύτιμο χρόνο· έπρεπε τώρα να είμαστε μακριά». Και το παιδί δεν έχασε καιρό. Αμέσως πήδηξε μέσα στο πλοίο και, ω του θαύματος! Το καράβι ξεκίνησε αμέσως. Δεν άργησε όμως να παρουσιασθεί και άλλο εμπόδιο.

Τρεις ναυτικοί έκαναν έλεγχο στους επιβάτες για να δούνε αν έχουν εισιτήριο. Ο Αναστάσιος ούτε εισιτήριο είχε ούτε χρήματα για να πληρώσει. Πάλι κατέφυγε στο Σωτήρα του και τον παρακάλεσε να τον βγάλει και αυτή τη φορά από το αδιέξοδο. Όταν τον πλησίασαν οι ελεγκτές, τους είπε: «Δυστυχώς χρήματα δεν έχω. Είμαι από φτωχή οικογένεια και πάω στην πόλη να δουλέψω». Οι ναύτες συγκινήθηκαν και δεν του μίλησαν περισσότερο. Έτσι κατόρθωσε με την πίστη του στον Ιησού και με την συνεχή προσευχή του να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε πολλά δεινά ώσπου να βρει δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί σ’ ένα καπνεργοστάσιο.

Δούλευε από τα βαθιά χαράματα μέχρι το βράδυ αργά. Μια μέρα διαπίστωσε ότι το παντελόνι και το πουκάμισό του σχίστηκαν. Τώρα τί να κάνω; αναλογίστηκε. Θα γράψω ένα γράμμα στον Χριστό και θα τον παρακαλέσω να μου στείλει ρούχα και παπούτσια.

Πράγματι πήρε ένα κομμάτι χαρτί και άρχισε να γράφει: «Χριστέ μου, συ που ξέρεις πόσο σε αγαπώ και πάντα ακούς τις προσευχές μου και μου δίνεις ό,τι Σου ζητήσω, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, στείλε μου ρούχα και παπούτσια, γιατί αυτά που έχω σχίστηκαν. Πώς θα πηγαίνω στο Ναό Σου και πώς θα κυκλοφορώ»; Μετά πήρε ένα φάκελο στο οποίο έγραψε: «Προς τον Κύριον Ιησούν Χριστό. Στον Ουρανό».

Όταν βρήκε ευκαιρία ξεκίνησε να το πάει στο ταχυδρομείο. Στο δρόμο συνάντησε τον κυρ Κώστα, γνωστό του έμπορο, που είχε το μαγαζί απέναντι, από το εργοστάσιο, που δούλευε.

— Πού πας Αναστάσιε; τον ρώτησε.

— Πάω στο ταχυδρομείο, απάντησε.

— Εκεί πάω κι εγώ, δεν μου δίνεις το γράμμα σου να σου το στείλω;

Ο μικρός αμέσως του έδωσε το γράμμα και τρέχοντας επέστρεψε στη δουλειά του, με τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα έχει απάντηση.

Πράγματι, η απάντηση ήλθε νωρίτερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Ο κυρ Κώστας πήρε το γράμμα για να το ταχυδρομήσει· από περιέργεια κοίταξε να δει σε ποιόν το στέλνει και έκπληκτος διάβασε το όνομα του παραλήπτη. Γεμάτος περιέργεια το άνοιξε και διάβασε αυτά που έγραφε ο Αναστάσιος. Συγκινήθηκε πολύ κι αμέσως πηγαίνει και του αγοράζει ρούχα και παπούτσια και με ένα υπάλληλο του μαγαζιού του τα στέλνει.

Όταν ο Αναστάσιος πήρε το δέμα και είδε το περιεχόμενό του, έτρεξε σε μια απόμερη γωνιά του εργοστασίου, εκεί όπου του είχαν επιτρέψει να κοιμάται, γονάτισε, και με δάκρυα ευχαρίστησε τον Χριστό για τα δώρα του. Στη συνέχεια έβαλε τα καινούργια του ρούχα και κατέβηκε στο μαγαζί. Το αφεντικό του άρχισε να τον φωνάζει, να τον μαλώνει και να τον ρωτά που βρήκε τα χρήματα και τα αγόρασε. Και μόλις άκουσε να του λέει ο μικρός ότι «μου τα έστειλε ο Χριστός», θύμωσε πολύ, γιατί νόμιζε πως τον κορόιδευε. Τις φωνές τις άκουσε και ο κυρ Κώστας από απέναντι, ο οποίος έτρεξε στο εργοστάσιο και εξήγησε στον καπνέμπορο τι ακριβώς είχε συμβεί.

Έτσι η εμπιστοσύνη του αγνού αυτού παιδιού στο Χριστό και η προσευχή του έκαναν το θαύμα τους και ήλθε η παρηγοριά και η χαρά στη στερημένη και πονεμένη καρδιά του.

(πηγή: Γ. Μηλίτση, «Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως»)

fdathanasiou.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου