Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος, θέλει ν᾿ απολάψει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάξει όλα. Και βασανίζεται. Όποιος όμως φτάξει σε μια κατάσταση που να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά, έστω κι αν απορεί να τ᾿ αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος. Δεν το κάνει από οικονομία, είτε γιατί έχει την ιδέα πως τα πολλά τον βλάφτουνε στην ψυχή ἢ στο σώμα. Αλλά γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει πιο αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απ’ όλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του. «Τὶς εστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος».
Οι άνθρωποι δεν βρίσκουνε πουθενά ησυχία, γιατί επιχειρούνε να ζήσουνε χωρίς τον εαυτό τους.
Τρέχουνε από δω κι από κει να βρουν την ευτυχία, μα ευτυχία δεν υπάρχει έξω από τον εαυτό μας. θέλουμε να ευχαριστηθούμε με συμπόσια απ’ όπου λείπουμε. Όποιος έχει χάσει τον εαυτό του, έχει χάσει την ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα που δίνουνε οι πολυμέριμνες ηδονές κι απολαύσεις, αλλά η ειρήνη της ψυχής και η σιωπηλή αγαλλίαση της καρδίας. Μ᾿ αυτό το βύθισμα στον εαυτό του βρίσκει ο άνθρωπος τον Θεό.
Για τούτο είπε ο Χριστός: «Ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν· ιδού ώδε ή ιδού εκεί. Ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν». «Μην ψάχνετε, ζαλισμένοι άνθρωποι, εδώ κι εκεί να βρείτε την ευτυχία. Γιατί η ευτυχία βρίσκεται μέσα σας».
Μέγας λόγος, όπως όλα τα θεϊκά λόγια. Μέσα μας είναι ο θησαυρός. Απ’ έξω είναι ξέρακας, κι ας μη μας ξεγελά η φασαρία και τα ψεύτικα πυροτεχνήματα. Όποιος ζει εξωτερικά, ζει ψεύτικα.
Όποιος ζει εσωτερικά, ζει αληθινά. Ξέρω καλά τί είναι η ζωή που ζουν οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι που διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγελιούνται με λογής-λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με διάφορες ματαιότητες, που από μακριά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό, ενώ σαν τα δει κανένας από κοντά, απορεί για τη φτώχεια που έχουν και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ψευτογελιούνται μ᾿ αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας.
Ξέρω λοιπόν καλά αυτή τη ζωή, γιατί, αναγκαστικά, έζησα, κάποιες φορές, με ανθρώπους πλούσιους, που με προσκαλούσανε στα σπίτια τους, στις επαύλεις τους, στα κότερά τους και στις άλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ᾿ έπιανε από κείνη την κατάσταση. Έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνανε τον ευτυχισμένο, κατάδικους που κάνανε τον ελεύθερο. Αλλά, αν δεν καταγινόντανε με τόσες ψεύτικες χαρές, θα πέφτανε στη βαρεμάρα, στη λεγόμενη ανία. Ή το ένα, ή το άλλο. Άδειοι από κάθε ουσία, τρισδυστυχισμένοι.
Η ψυχή είναι ανύπαρκτη κι ανύπαρκτη η ευτυχία, η βασιλεία του Θεού. Πώς να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Πώς να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει το αλάτι;
Λοιπόν, όποτε αναγκαζόμουν να πάω για λίγο κοντά σε τέτοιους κοσμικούς ανθρώπους, πράγμα που γινότανε σπάνια, για να μην τους προσβάλω, αφού με προσκαλούσανε με ευγένεια, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να αποτραβηχτώ στο καβούκι μου, να γυρίσω στο φτωχό σπίτι μου και στ’ αγαπημένα πράγματα που βρίσκονται γύρω μου. Έβλεπα πως αντί να πάρω κάτι από όλη εκείνη την τυμπανοκρουσία, όπως πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, εγώ έδινα, έδινα ξύπνημα στους κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στους μουδιασμένους, ζωή στη μονοτονία τους.
Γι’ αυτό και τώρα που γράφω, μ’ όλο που είμαι προσκαλεσμένος σε πολλά μέρη από κάποιους ευγενείς ανθρώπους, όχι μονάχα στην Ελλάδα, αλλά και σε μακρινά μέρη, κάθομαι στο μικρό περιβολάκι μας με τα λίγα δεντράκια και με τα ταπεινά λουλούδια. Ξεκουράζομαι κι ειρηνεύει η ψυχή μου. Τούτο το μικρό κηπάριο είναι για μένα ο Κήπος της Εδέμ. Ο αγέρας μοσχοβολά, κι ο νους μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μα περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, εκεί που αναβρύζει το μυστικό νερό, εκεί που βρίσκονται τα ριζώματα» του κόσμου.
Ευχαριστώ τον Θεό που βρέθηκε αυτό το καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι μοναχιασμένος, που, εδώ που κάθομαι, δεν με ξέρει κανένας, δεν με θυμάται κανένας. Σαν να είμαι καραβοτσακισμένος που γλύτωσε από τη φουρτούνα, κι ακούει τα μούγκρισμα της θάλασσας από το σίγουρο καταφύγιό του. Σαν να γλύτωσε από ληστές. Ανατριχιάζω συλλογισμένος την ανεμοζάλη που τη λένε ζωή οι όμοιοί μου, κοινωνική ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια και λύκους.
Αναπαύομαι μοναχά με δυο–τρεις ανθρώπους απλούς και καλοκάγαθους, που έχουν αγάπη μέσα τους και ειρήνη στην καρδιά τους. Δεν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδέ δόξες, μήτε άλλες τέτοιες συμφορές, θέλω να είμαι ξεχασμένος κι ασήμαντος. Ω λησμονιά, τί μπάλσαμο είσαι για όσους ποθούν την ειρήνη! Κατάρα είναι η δίψα που έχουν οι άνθρωποι να κατασταθούνε ξακουσμένοι, να τους δοξάζει ο κόσμος και να βασανίζονται μέσα στη ματαιότητα κι εκείνοι που θαυμάζονται κι εκείνοι που θαυμάζουνε.
Εδώ που κάθομαι, νοιώθω πως είμαι μακριά απ’ όλους αυτούς τους βραχνάδες που τους έχουν για ευτυχία οι δυστυχισμένοι άνθρωποι.
Φυσά στο πρόσωπό μου το δροσερό αγεράκι, μπαίνει απαλό στ’ αφτιά μου, σαν να με χαιρετά. Σιγοσαλεύουνε τα κλαδιά κι οι κορφές των δέντρων. Μαμούνια περπατάτε στο μοσχοβολημένο χώμα, τα κάθε ένα τραβά το δρόμο του κι έχει το σκοπό του. Πού πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια και μυγάκια λογής-λογής, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, πετάνε και μαζεύονται γύρω από το φως που είναι αναμμένο από πάνω μου. Όλα είναι σπουδαία, όλα αξιαγάπητα. Κι εγώ είμαι ένα απ’ αυτά.
Δεν ακούγεται τίποτα, παρεκτός από τις σταλαγματιές του νερού που πέφτουνε από τη βρύση, κάνοντας τη σιωπή ακόμα πιο βαθειά. Σα να γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Το μυστήριο του κόσμου το νοιώθω και μέσα μου κι απέξω. Μυστικές θύρες ανοίγουν από παντού. Το κάθε δέντρο, το κάθε χορτάρι, το κάθε λουλούδι, σαν να με βλέπει με το μυστηριώδη μάτια του.
Είμαι μακάριος στο μικρό τούτο περιβολάκι μας. Τύφλα νάχουνε μπροστά του οι μεγάλοι κήποι και τα πολυέξοδα παλάτια, τα φανταχτερά κότερα. Όσα είναι γύρω μου είναι αγαπημένα, γιατί δεν είναι αγορασμένα με λεφτά πολλά, όπως είναι όσα έχουν οι πλούσιοι. Αγορασμένα πράγματα μπορούν να δώσουνε ευτυχία στον άνθρωπο;
Ω, εσείς που έχετε τα πλούτη και που μόνο τί λογής είναι η αληθινή χαρά δεν ξέρετε. Άνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι από τις έγνοιες κι από τις σκοτούρες, σκλάβοι στη φιλοδοξία και στ’ άλλα πάθη, ω άσωτοι γιοί, που φάγατε τα ξυλοκέρατα και δεν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στο σπίτι του πατέρα σας του πονετικού, που δεν είναι άλλο παρά η καρδιά η δική σας, και μπείτε μέσα να ξαποστάσετε, να ευφρανθείτε και να νοιώσετε την αληθινή χαρά!
(Φώτης Κόντογλου –«Ζωή πολυμέριμνη, χωρίς καμία εσωτερική ευτυχία».
Συλλογή: Μυστικά Άνθη, Εκδόσεις: Παπαδημητρίου)
fdathanasiou.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου