Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός,
Δάσκαλος-Κιλκίς
- Οἱ ἐκδρομὲς πάντοτε ἐνθουσιάζουν τοὺς μαθητές. Ἂν καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπαγορεύονται οἱ ψυχαγωγικὲς καὶ ἐπιτρέπονται μόνον οἱ μορφωτικὲς–διδακτικές, ἐν τούτοις, τὰ παιδιὰ εἶναι παιδιὰ καὶ χαίρονται καὶ παιζογελοῦν, ἑδραία παιδαγωγικὴ ἀρχὴ εἶναι τὸ «τέρπειν καὶ διδάσκειν», ἡ παιδεία εἶναι χαρὰ καὶ τὰ παιδιὰ χαρὰ μεγαλύτερη.
- Φέτος στὴν Ε´δημοτικοῦ διδασκόμαστε τὴν ἱστορία τῆς Νέας Ρώμης–(Βυζαντίου) καὶ συμφωνήσαμε τὰ δύο τμήματα, 50 περίπου μαθητές, νὰ ἐπισκεφτοῦμε τὴν ὅμορη συμβασιλεύουσα –πάλαι ποτὲ– πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Τόποι προορισμοῦ: ὁ περικαλλὴς ναὸς τοῦ πολιούχου Ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ μουσεῖο Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ. Ὅλα ἐξελίσσονται κατ’ εὐχήν, τὰ παιδιὰ μὲ κατάνυξη, εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ προσκυνοῦν τὸν Μυροβλήτη, τὴν ὑπόγεια κρύπτη, τὶς ἅγιες εἰκόνες. Κατόπιν στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο, περιεργάζονται τὰ ἐκθέματα, διαβάζουν τὶς ἐξηγήσεις τῶν προθηκῶν, συζητοῦν, ἐρωτοῦν, μαθαίνουν, μιὰ πολύχρωμη κυψέλη ὅλο δροσιὰ καὶ ζωντάνια. Ὡς γνωστὸν στὸ μουσεῖο κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα. Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἄρρηκτα δεμένος μὲ τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Εἶναι ἡ ταυτότητά του. Σὲ μία αἴθουσα τοῦ μουσείου «συναντᾶμε» μία μᾶλλον ἡλικιωμένη γυναίκα. Ἀμέσως δείχνει τὴν δυσφορία της, ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν παιδιῶν. Κάνει παρατηρήσεις, τὰ μαλώνει, δείχνει τὴν ἀπέχθειά της γιὰ τὴν παρουσία τους. Θέλει νὰ πεῖ: «τί δουλειὰ ἔχουν παιδιὰ σὲ μιὰ τόσο… ἀνεβασμένη (ἂν τὸ λέω καλὰ) ἔκθεση;».
- Πρὶν προχωρήσω, μία παρένθεση. Ἡ «ἐνοχλημένη», μοῦ εἶπε, ἀφοῦ ξέρασε δηλητήρια καὶ τὰ «σκολιά της σχόλια» ὅτι εἶναι συνταξιοῦχος ἐκπαιδευτικός. Δασκάλα, δηλαδή, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς παλιὲς καὶ πολιές, ποὺ ἔμπαιναν στὴν τάξη καὶ «γεννοῦσαν σχολιαρούδια», καμάρι τῶν γονιῶν τους καὶ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ τοὺς αὐριανοὺς κουκουλοφόρους. Εἶναι ὁ γνωστὸς ἑσμὸς τῶν ἐπικίνδυνων ἐκπαιδευτικῶν, ποὺ βαπτίζουν τὴν ἀσχετοσύνη καὶ τὴν σαχλαμάρα τους, «προοδευτικὴ» διδασκαλία. Σαπίσαμε τὰ προηγούμενα χρόνια ἀπὸ μία δράκα χαραμοφάηδων συνδικαλιστῶν, ποὺ «κατέβαζαν τὸν κλάδο» (μὲ σπαραγμὸ ψυχῆς γράφω τέτοια μπουρδολογήματα) μὲ αἴτημα τὴν μείωση τοῦ ὡραρίου καὶ τὴν αὔξηση τῶν μισθῶν. Ὁ σκοπὸς τῆς παιδείας, ἡ μετατροπὴ τοῦ σχολείου σὲ ΚΕΠ, ἡ ἀθλιότητα τῶν σχολικῶν βιβλίων, τὰ οὐσιώδη καὶ σοβαρά, δὲν ἀπασχολοῦσαν τοὺς κηφῆνες τῆς ΔΟΕ (Διδασκαλικῆς Ὁμοσπονδίας). Τώρα ποὺ μᾶς βρῆκε τὸ κακό, παραμένουν στὴ θέση τους βέβαια, ἀλλὰ «ἀπραγέστεροι τῶν βατράχων καὶ ἀφωνότεροι τῶν ἰχθύων».
- Ἂς γυρίσουμε ὅμως λίγο πίσω στὰ περασμένα χρόνια, νὰ δοῦμε κάποιες ἄλλες δασκάλες, ἀπὸ κεῖνες ποὺ σελάγιζαν ψηλά, στὰ «κρημνὰ τῆς ἀρετῆς» τοῦ Κάλβου. Στὸ κοιμητήριο τῆς Εὐαγγελίστριας στὴν Θεσσαλονίκη, καθὼς μπαίνεις δεξιά, ἄγνωστο στοὺς πολλούς, εἶναι θαμμένες τέσσερις δασκάλες, τέσσερις ἡρωίδες: Ἡ Λίλη Βλάχου, ἡ Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου, ἡ Βελίκα Τράικου καὶ ἡ Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου. Καὶ οἱ τέσσερις εἶναι δασκάλες, νέα κορίτσια, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν Μακεδονία τὴν περίοδο τοῦ Ἀγῶνος. Ἡ τελευταία ἡρωίδα, ἡ Ἀγγελικὴ Φιλιππίδου, ὑπηρετοῦσε–διακονοῦσε, τὸ 1906, στὴν Ἀγριανὴ Σερρῶν. Οἱ Βούλγαροι Κομιτατζῆδες, ἐπειδὴ ἀνασταίνει, στὰ φοβισμένα σκλαβόπουλα, «ψυχὴ καὶ Χριστό», θέλουν νὰ τὴν δολοφονήσουν. Στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1906 οἱ συμμορίες τῶν Κομιτατζήδων ἐπιτίθενται στὸ χωριό. Ἡ Ἀγγελικὴ καὶ ὁ ἄντρας της, ἐπίσης δάσκαλος, εἶναι στὸ στόχαστρο. Τὸ σπίτι της πολιορκεῖται. Οἱ δύο σύζυγοι ἀτρόμητοι πολεμοῦν. Μία σφαίρα θρυμματίζει τὸ γόνατο τῆς δασκάλας. Ξημερώνει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Βούγλαροι φεύγουν. Στὸ χωριὸ καταφθάνει ὁ Ἕλληνας πρόξενος στὶς Σέρρες Ἀντώνης Σαχτούρης. Προτείνει στὴν τραυματισμένη δασκάλα νὰ τὴν μεταφέρουν ἀμέσως στὸ νοσοκομεῖο τῶν Σερρῶν. Ἀρνεῖται. Τὸν παρακαλεῖ νὰ τὴν βάλουν ἐπάνω σὲ φορεῖο καὶ νὰ σταματοῦν, γιὰ λίγο, σὲ ὅλα τὰ χωριά, ποὺ θὰ διασχίσουν ὣς τὶς Σέρρες. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὴν βάζουν οἱ «ἀγαθοὶ» Μακεδόνες σὲ ἕνα πρόχειρο φορεῖο καὶ διαβαίνουν τὰ χωριά. Σὲ κάθε πλατεία σταματοῦν. Ἡ ἡρωίδα δασκάλα φωνάζει, νουθετεῖ, βροντολαλεῖ τὸ «ἐστιν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία». Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ πορεία της, αἱματοβαμμένη. «Τὸ αἷμα της στὴν τραγικὴ ἐκείνη πορεία σταγόνα–σταγόνα ἔβαφε τὴ μακεδονικὴ γῆ καὶ γινόταν ἀρραβώνας μὲ τὴν λευτεριά», γράφει ἡ ἐξαίρετη φιλόλογος–ἱστορικός, Ἀθηνᾶ Τζινίκου στὸ βιβλίο της «ἡ Μακεδόνισσα στὸν θρύλο καὶ τὴν ἱστορία». Ὅταν φτάνει στὶς Σέρρες, ὁ κόσμος, ὁ λαός, σπεύδει δακρυσμένος καὶ τῆς φιλᾶ τὸ χέρι. Μεταφέρεται στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἀφήνει τὴν τελευταία της πνοή, μπῆκε στὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους, αἰωνία ἡ μνήμη. Αὐτὲς ἦταν δασκάλες, φῶς περίλαμπρο, ποὺ ἐμεῖς τὰ μεταμοντέρνα ἀπολειφάδια, δὲν καταδεχόμαστε οὔτε τὸ ὄνομά τους στὰ σχολεῖα –τὰ νέα, καινὰ ἢ …κενά– νὰ δώσουμε.
- Ἐξηγῶ. Πρὶν ἀπὸ 4–5 χρόνια ἡ διὰ βίου ἀνοησία καὶ ἀμάθεια, ζήτησε ἀπὸ τὰ ἐκπαιδευτήρια τοῦ κράτους νὰ υἱοθετήσουν –τιμῆς ἕνεκεν– ἕνα ὄνομα, «πάνυ ἀκριβοῦς», σπουδαίου Ἕλληνα. Ἀκούστηκαν καὶ προτάθηκαν διάφορα γελοῖα καὶ πολλὰ σοβαρά. (Μέχρι καὶ τὸν Τσὲ Γκεβάρα πρότειναν κάποια πολυπολιτισμικὰ σαπρόφυτα. Λὲς καὶ δὲν ἔχουμε Καραϊσκάκη ἢ Παῦλο Μελά). Τὰ ὀνόματα τῶν τεσσάρων ἡρωίδων «διδασκαλισσῶν» οὐδεὶς τὰ πρότεινε, ἀκόμη καὶ ἐδῶ στὴν Μακεδονία. Ὁ φόβος τῆς προοδευτικῆς σαβούρας καὶ λίγδας ἐπισκίαζε τὰ πάντα. Ἠρωϊσμός… τί εἶναι αὐτό; τρώγεται;
- Κλείνει, ἡ παρένθεση, ἐπανέρχομαι στὴν προλογικὴ διήγηση, στὶς τσιρίδες καὶ αἰτιάσεις τῆς τωρινῆς δασκάλας, στὰ παιδιά, τοὺς μαθητές μας. Μεταφέρω φράσεις: «Δὲν ντρέπεστε ἐσεῖς οἱ δάσκαλοι, ποὺ ἀφήνετε τὰ παιδιὰ νὰ φέρονται ἔτσι», «τί τὰ κουβαλᾶτε στὰ μουσεῖα, ἀφοῦ δὲν φέρονται σωστά». «Εἶστε ἀπαράδεκτοι» καὶ ἄλλα τινά. Σημειώνω. Τὰ παιδιά, φέρονταν σὰν παιδιά. Δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βάλεις φίμωτρο, εἶναι ἀδύνατο. Ὅταν «δραπετεύουν» ἀπὸ τὴν τσιμεντένια θαυμάσια, γεμάτη παιχνίδια καὶ ἠλεκτρονικὰ «καλούδια» φωλιά τους, τὸ ἄψογο παιδικὸ δωμάτιο τῆς πολυκατοικίας ἢ ἀπὸ τὸ τσιμεντένιο κλουβὶ –ποὺ κάποτε τὸ ὀνομάζαμε «αὔλειο χῶρο»– ἀνοίγουν τὰ φτερά τους, πετοῦν ψηλά, οἱ παπαγάλοι γίνονται θαλασσοπούλια ποὺ ἀγναντεύουν τὸ πέλαγος. Τὰ παιδιὰ δὲν ἀντέχουν, δὲν καταλαβαίνουν τὰ πρέπει. (Λέει ὁ Ἐλύτης: «Νὰ πιάσω τὸ πρέπει ἀπὸ τὸ γιώτα καὶ νὰ τὸ γδάρω μέχρι τὸ πῖ»).
Δὲν ἄντεξα τὴν προσβολή. Τῆς εἶπα τὸ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἀείχλωρον ρηθέν. «Ὅταν τὰ μῆλα εἶναι ξινὰ δὲν φταῖνε τὰ μῆλα, ἀλλὰ οἱ μηλιές». Μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι μοσχοαναθρεμμένοι μοναχογιοὶ καὶ μοναχοκόρες, σατραπίσκοι κακομαθημένοι, καὶ ἀπαιτοῦν, οἱ γονεῖς καὶ κηδεμόνες, νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ δὲν κάνουν αὐτοί: νὰ γίνουμε γονεῖς τους.
- Ἐπιπροσθέτως ἡ ἐνοχλημένη «περιεργαζόταν» τὶς εἰκόνες –τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ– ψιμυθιωμένη ὡσὰν μούμια καὶ παντελονοφοροῦσα. Ἦταν ἀπὸ αὐτὰ τὰ παλιμπαιδίζοντα γραΐδια, ποὺ «ἐπισκέπτονται» τὶς ἐκκλησιὲς καὶ «προσκυνοῦν» τὶς εἰκόνες, ντυμένες σὰν τὶς ἐγγονές τους.
- Τὸ ἔχω ξαναγράψει. Εἶμαι εἴκοσι τόσα χρόνια δάσκαλος –μάχιμος καὶ ὄχι συνδικαλιστὴς– καὶ δὲν ἔχω ἀκούσει σχεδὸν ποτὲ νὰ μεταφέρει μαθητὴς «ἐξωσχολικὴ» γνώση, χωρὶς νὰ πεῖ τὴν κοινότοπη φράση: «Κύριε, εἶδα στὴν τηλεόραση». Ποῦ εἶναι οἱ γονεῖς, ποῦ εἶναι οἱ παπποῦδες; Οἱ σημερινὲς γιαγιάδες βλέπουν τὰ τούρκικα κοπροσήριαλ, παρέα μὲ τὰ ἐγγόνια τους καὶ μετὰ ἀποροῦν γιὰ τὴν συμπεριφορά τους. (Φοιτητικὸ σύνθημα: «εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἔλεγαν οἱ γονεῖς μας νὰ μὴν κάνουμε παρέα»).
- Ζοῦμε σ’ ἕναν ξεπεσμένο «πολιτισμό», ὁ ὁποῖος ἀπεχθάνεται τὰ πολιτιμότερα μέλη του, τὰ τζιβαϊρικά του, τὰ παιδιά. Μόνο ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιὰ μπορεῖς νὰ «ταμιεύσεις» (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕναν ἐπίκαιρο ὄρο) δύο πολυτίμητα σήμερα πράγματα. Ἀγάπη ἀνιδιοτελῆ καὶ προσφορὰ φιλότιμη.
christianvivliografia.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου