Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Ο Άγιος Ραφαήλ ως ομολογητής και αντιπαπικός Άγιος.

Τα παιδικά χρόνια

Στην παλαιά συνοικία Μύλοι της πόλεως Ιθάκης, πρωτεύουσας της ομωνύμου πανέμορφης νήσου των Επτανήσων εις το Ιόνιο Πέλαγος, πατρίδας του πολυμήχανου Οδυσσέα της αρχαιότητος, γεννήθηκε το έτος 1410 ένα γλυκύτατο αγόρι. Οι γονείς του ήταν λίαν ευσεβείς Χριστιανοί και εξαιρετικά ένθερ­μοι Έλληνες πατριώτες. Η οικογένεια του αποτελείτο από τον πατέρα του Διονύσιο Λασκαρίδη, την μητέρα του Μαρία και την αδελφή του Ελένη. Κατά την βάπτιση του βρέφους, του δόθηκε το όνομα Γεώργιος.

Με την πάροδο του χρόνου, το έτος 1422 η αδελφή του Ελένη Λασκαρίδου νυμφεύθηκε τον Ενετό Μάρκο, Υπασπιστή και Σύμβουλο του Ενετού Καρόλου Α’ Τόκκου, Κόμητα Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και Δούκα της Λευκάδος.

Το έτος 1418, ο νεαρός Γεώργιος διδάσκεται τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα Τιμόθεο της Ιεράς Μονής Καθαρών, κείμενης εις την θέση Στενό Αγρού, βορείως της πόλεως της Ιθάκης. Η οικογένεια Λασκαρίδη ήταν αρκετά ευκατάστατη, πράγμα το οποίο βοήθησε για την παροχή ευρύτερης παιδείας στο γιό τους, το οποίο ήταν ένα αξιαγάπητο, κινητικότατο, πανέξυπνο μικρό παιδάκι, ευσεβές και διψασμένο για μάθηση. Έτσι, ο Γεώργι­ος, διαθέτοντας οικονομική ανεξαρτησία και υποστηριζόμενος από τον (εκ της αδελφής του) γαμπρό του Μάρκο, γίνεται δεκτός προς φοίτηση στη Σχολή του Ζαχαρία Αγγέλου, που έδρευε στη θέση «Κάστρο του Αϊ-Γιώργη», καθέδρα του Καρόλου Α’ Τόκκου. Εκεί διδάσκεται Ελληνικά, Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά. Και πάλι, όμως, δεν αισθανόταν αναπαυμένος. Πνεύμα συνεχώς ανήσυχο για μάθηση, γνωρίζεται με τον Ιατροφιλόσοφο Παράσχο Κουζούλη από τον οποίο διδάσκεται τα πρώτα μαθήματα της Ιατρικής Επιστήμης.

Το έτος 1425 σε ηλικία 15 ετών, ο νεαρός Γεώργιος παρακολούθησε τη διδασκαλία του πατρός Φωτίου Μοναχού στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ομαλών, πλησίον του χωρίου Λειβαθώ, όπου για πρώτη φορά εντρύφησε σε θεολογικές μελέτες, με εξαιρετικές επιδόσεις. Τότε, ο Γεώργιος, που θεωρούσε και ονόμαζε τον εαυτό του Ρωμηό, αλλά που ήταν μεγαλωμένος και μορφωμένος σε ενετικό περιβάλλον, για πρώτη φορά άρχισε να ανακαλύπτει και να συνειδητοποιεί τη ρωμαίικη παράδοση. Συνάντησε μαγεμένος το Γένος και τη ρίζα του, την Ελληνική από τη μια και Ορθόδοξη από την άλλη. Ταυτοχρόνως, ορμώμενος από τον έμφυτο δραστήριο χαρακτήρα του και από τη φλόγα της φιλοπατρίας, πείθει τον γαμπρό του Μάρκο να συνηγορήσει για την άσκησή του εις τα όπλα κατατασσόμενος προς απόκτησιν στρατιωτικής εκπαιδεύσε­ως εις τα τμήματα της Ενετικής Φρουράς του Καρόλου Α’ Τόκκου.

Ο καιρός παρέρχεται και ο άπληστος για μάθηση Γεώργιος αναχωρεί το έτος 1427 από τα Ιόνια Νησιά και μεταβαίνει εις την πόλη του Μυστρά για να παρακολουθήσει ανώτερες σπουδές εις την εκεί Σχολή Φιλοσοφίας του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού. Εκεί μάλιστα, γνωρίζεται και συνδέεται φιλικά με τον μετέπειτα Δεσπότη του Μυστρά και αργότερα αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Στην υπηρεσία της πατρίδος

Το έτος 1431, σε ηλικία πλέον 21 ετών, ο Γεώργιος δεν μπορεί να αντισταθεί περισσότερο στα εντονώτατα πατριωτικά του συναισθήματα και με τις ευλογίες των Γονέων και των Διδασκάλων του κατατάσσεται εθελοντικώς ως Αξιωματικός στις Δυνάμεις του Ελληνικού Βυζαντινού Στρατού. Λόγω της ευρύτατης και πολυσχιδούς του μορφώσεως και της όλως εξαιρετικής ευφυίας του, του απονέμεται ο βαθμός του Εκατόνταρχου και τοποθετείται ως Υπασπιστής στο Επιτελείο του Πρίγκηπα Θωμά Παλαιολόγου που είχε την έδρα του στην Καλαμάτα. Παράλληλα, ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Ιατρική Επιστήμη διδασκόμενος από τον Ιατρό Μελισσηνό.

Ο Γεώργιος ήδη έχει γίνει πασίγνωστος για την παιδεία, τις ικανότητες, την ανδρεία και τον χαρακτήρα του εις τους κατέχοντας ύπατα αξιώματα στη Δημόσια Διοίκηση της Αυτοκρατορίας και στην Εκκλησία. Ως αποτέλεσμα, το έτος 1437 ο Γεώργιος Λασκαρίδης, Χιλίαρχος – Ιατρός πλέον, επιλέγεται να προστεθεί στην ακολουθία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου ως επιτελής αξιωματικός του Πρίγκηπα Δημητρίου ο οποίος θα συνόδευε τον Αυτοκράτορα στη σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας.

Χάριν της ιστορικής αλήθειας, οφείλουμε να αναφέρουμε εδώ ότι, δυστυχώς, ο ασύνετος Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος προκάλεσε τη σύγκληση της Συνόδου της Φερράρας προκειμένου να εκλιπαρήσει τον αιρετικό και σχισματικό Ευγένιο πάπα της Ρώμης να παρακινήσει τους υπ’ αυτόν βασιλείς να τον βοηθήσουν στρατιωτικώς προσφέροντας σε αντάλλαγμα την «Ένωση» των Εκκλησιών, διότι έντρομος και περιδεής φοβόταν τις απειλές του Σουλτάνου Μουράτ και του αρχηγού της τουρκικής Θεσσαλικής στρατιάς Τουραχάνη (Τουραχάν Μπέης).

Από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή Συνοδικών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ιωσήφ, υπέστη τα πάνδει­να από τους παπικούς κατά τη διετία της Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας. Προσφιλέστερη μέθοδο των Δυτικών αποτελούσαν οι προσβολές και η έμμεση ή άμεση άσκηση φυσικής, ηθικής και ψυχολογικής βίας εναντίον των Ορθοδόξων. Μικρό παράδειγμα αποτελούν τα εξής. Ενώ η Επιτροπή των Ορθοδόξων βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Φερράρα, ο Πάπας ειδοποίησε τον Πατριάρχη ότι κατά την άφιξή του οφείλει να του ασπασθεί τους πόδας του, πράγμα το οποίο, όπως ήταν φυσικό, ο Πατριάρχης αρνήθηκε. Επίσης, από την πρώτη διανυκτέρευση, στον Ορθόδοξο Πατριάρχη παραχώρησαν για κατάλυμα ένα χοιροστάσιο. Ακόμη, ενώ ήταν ανειλημμένη υποχρέωση των Παπικών να προσφέρουν σιτηρέσιο προς τους Ορθοδόξους, παρέβηκαν την υπόσχεσή τους καταδικάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους Ορθοδόξους Συνοδικούς σε λιμοκτονία, αφήνοντάς τους χωρίς τροφή και χρήματα διατροφής επί πολ­λούς μήνες, εξαναγκάζοντας τους Ορθοδόξους Ιεράρχες να πωλούν και αυ­τά τα ενδύματά τους για να τραφούν ή ακόμη και να ζητιανεύουν τροφή.

Πράγματι, λοιπόν, κατά την ψευδοσύνοδο Φερράρας και Φλωρεντίας, εμπαίχθηκε η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός. Το μίσος των αιρετικών Παπικών προς την Ορθοδοξία, ο ανθελληνισμός, οι προδοσίες, οι φατριασμοί, οι εγωκεντρικές φιλοδοξίες, ο ραγιαδισμός και η μωρία ξεπέρασαν κάθε όριο. Ο μόνος που παρέμεινε αγνός και έλαμψε ως σταθερός στυλοβάτης της Ορθοδοξίας ήταν ο Μάρκος Ευγενικός, ενώ αξιοπρεπείς στάθηκαν και οι Γεώργιος Σχολάριος και Γεώργιος Πλήθων Γεμισ­τός, φεύγοντας με τον αδελφό του αυτοκράτορα Δημήτριο στη Βενετία, για να μην υπογράψουν. (Μαζί τους προφανώς θα ήταν και ο Άγιός μας ως επιτελής αξιωματικός του πρίγκιπα Δημητρίου.) Αυτοί αποτέλεσαν φωτεινούς ελπιδοφόρους αστέρες Ορθοδοξίας στο σκοτεινό στερέωμα των ζοφερών εκείνων χρόνων για το Βυζάντιο.

Τον Νοέμβριο του έτους 1444, ενωμένα Χριστιανικά στρατεύματα υπό τον Ούγγρο Ουνιάδη και τον Βασιλέα των Πολωνών Βλαδισλάβο, ενεπλάκησαν σε μοιραία και καταστροφική σύγκρουση με τις τουρκικές δυνάμεις του Σουλτάνου Μουράτ Β’ στη Βάρνα της Βουλγαρίας. Τα Χριστιανικά στρατεύματα, λί­γο πριν τη σύγκρουση απέστειλαν εσπευσμένα ταχυδρόμους προς τον Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, για να ζητήσουν ενισχύσεις. Πράγματι, δύναμις του Βυζαντινού Στρατού στην οποία μετείχε και ο Χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης, αναχώρησε άμεσα ανταποκρινόμενη στην έκκληση των Χριστιανικών Στρατευμάτων. Εντούτοις, δύο ημέρες προ της αφίξεώς τους στην Βάρνα, πληροφορήθηκαν από έντρομους ταχυδρόμους ότι έλαβε χώρα η συμπλοκή και τα Χριστιανικά Στρατεύματα διαλύθηκαν έχοντας ηττηθεί κατά κράτος από τον Σουλτάνο Μουράτ. Κατόπιν τούτου, οι Βυζαν­τινοί θεωρώντας μάταιη κάθε περαιτέρω ενέργεια, ακολούθησαν τον δρόμο της επιστροφής.

Το κάλεσμα του Θεού

Καθ’ οδόν προς την βάση τους στο Μυστρά, διήλθαν πλησίον των Σερρών όπου αφίχθησαν εις την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί κατέλυσε προς ανάπαυσιν το Τμήμα του Χιλιάρχου Γεώργιου Λασκαρίδη. Εις την Ιερά Μονή εκείνη, ο Γεώργιος συναντήθηκε με δύο Μοναχούς η γνωριμία μετά των οποίων αποτέλεσε σταθμό δια τον περαιτέρω βίο του.

Ο ένας εξ αυτών, με το Αγγελικό, δηλαδή το Μοναχικό, όνομα Γεννάδιος, ήταν ο πρώην φιλενωτικός, υμνητής του πάπα κατά την σύνοδο της Φερράρας, πολυγνώστης φιλόσοφος, κατά κόσμον Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος κατόπιν θείας Φωτίσεως ανένηψε και ακολούθησε εν μετανοία τον Μοναχισμό, διακηρύσσοντας ότι «καλύτερα το τουρκικό σαρίκι παρά το Λατινικόν φακιόλι». Και τούτο, διότι από τους Τούρκους κινδυνεύει μόνο το κράτος, ενώ από τους Λατίνους κινδυνεύουν και το Κράτος και η Πίστις. Ο Μοναχός Γεννάδιος, υπήρξε μετέπειτα ο Πατριάρχης Γεννάδιος.

Ο άλλος ήταν ο Γέροντας Ιωάννης, αγιασμένη μορφή, ο οποίος ώθησε τον Χιλίαρχο-Ιατρό Λασκαρίδη να συνειδητοποιήσει ότι κοντά στο Θεό θα εύρισκε η ψυχή του την ειρήνη που επιθυμούσε. Μετά την αναχώρηση της Μονάδος του προς το Μυστρά και αφού απέστειλε προς τον Αρχηγό του Στρατεύματος Φραντζή την παραίτηση από το στράτευμα και το σπαθί του, ο Γεώργιος Λασκαρίδης υπακούοντας σε κάποια άρρητη ψυχική θεϊκή παρόρμηση, παρέμεινε κοντά στο Γέροντα Ιωάννη στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου.

Το έτος 1445, σε ηλικία 35 ετών, ο Γεώργιος, μετά από έξι μήνες άσκηση σιωπής και προσευχής εκάρη Μοναχός από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου και πήρε το Μοναχικό όνομα ΡΑΦΑΗΛ από τον Αρχάγγελο, ο οποίος σε όραμα τον είχε φωτίσει με άρρητα μηνύματα του θεού. Ο πατήρ Ραφαήλ έζησε κοντά στον αγιασμένο Γέροντά του μέχρι την κοίμησή του και στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου για δύο χρόνια ακόμα, γενόμενος Διάκονος, Ιερεύς και τελικά Αρ­χιμανδρίτης.

Στη συνέχεια, πήγε στην Αθήνα όπου είναι γνωστό ότι κατ’ επανάληψη κήρυξε στο λόφο του Φιλοπάππου και εις τον Ιερό Ναό του Αγ. Δημητρίου Λομπαρδιάρη πλησίον της Ακροπόλεως, όπου λειτούργησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας, προκειμένου να ενισχύσει το ορθόδοξο φρόνημα και το ηθικό των υπό ενετικής κατοχής Αθηναίων. Στο Ναό αυτό και σήμερα μπορεί κανείς να βρει το εικόνισμά Του, ενώ παράλληλα τελούνται και Λειτουργίες τιμώντας την Χάρη Του.

Όταν το 1449 ανέβηκε στο θρόνο της Βασιλεύουσας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο επονομαζόμενος «Δράκων» για τη γενναιότητά του, ο πατήρ Ραφαήλ πήγε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη για να συναντήσει τον παλιό του φίλο και να τον συγχαρεί. Εκείνος, εκτιμώντας την προσωπικότητά του, τις πολλές ικανότητές του και την ευρύτατη μόρφωσή του, τον κράτησε στην Βασιλεύουσα και τον τοποθέτησε στο αξίωμα του Πρωτοσύγκελου.

Ο πατήρ Ραφαήλ γίνεται γρήγορα πασίγνωστος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστελλε τον πατέρα Ραφαήλ επανειλημμένα ως εκπρόσωπό του σε πολλά Θεολογικά και Ιατρικά Συνέδρια σε διά­φορες πόλεις του εξωτερικού. Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον ονόμασε Οικουμενικό Ιεροκήρυκα, τίτλο που τον διευκόλυνε για να μεταβαίνει σε πολλές και διάφορες πόλεις και να κηρύττει την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.

Τον Δεκέμβριο του 1452 και ενώ ο Πρωτοσύγκελος πατήρ Ραφαήλ, αλλά και ο Διάκονός του Νικόλαος βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος οργάνωσε επίσημο συλλείτουργο στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας με αντιπρόσωπο του πάπα τον καρδινάλιο Ισίδωρο, στα πλαίσια της ενωτικής πολιτικής που εφάρμοζε έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα σωθεί η Βασιλεύουσα με τη βοήθεια του πάπα, από τον ασφυκτικό τουρκικό κλοιό. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1452, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνος, έλαβε χώρα το συλλείτουργο αυτό. Όμως, ο Πρωτοσύγκελος Ραφαήλ δεν θέλησε να παραστεί και ούτε και τον Διάκονό του άφησε να πάει. Γνώριζε πολύ καλά ότι αυτό θα ήταν προδοσία της Πίστεως.

«Όχι, και μέχρις εκεί. Σχέση ναι, βοήθεια ναι, συλλείτουργο με τους παπικούς ποτέ!…» είπε ο Άγιος.

Ο Αυτοκράτορας θύμωσε πάρα πολύ και τους τιμώρησε με προσωρινή εξορία στην Αίνο. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ραφαήλ ονομάζεται και ομολογητής, διότι παράτησε τις τιμές και δόξες του αξιώματός του και δεν υπολόγισε το κόστος της εναντίωσής του στον αυτοκράτορα, προκειμένου να υπερασπιστεί την αλήθεια της Ορθοδοξίας έναντι της αιρέσεως του παπισμού.

(Σημειώτεον ότι τις τελευταίες ημέρες πριν τον ηρωικό θάνατό του ο αυτοκράτορας, βλέποντας την απουσία παπικής βοήθειας, μετάνιωσε πικρά, εξομολογήθηκε και κοινώνησε ως ορθόδοξος).

fdathanasiou.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου