Όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε, καθημερινά νιώθουμε το χέρι του Θεού, πότε να να μας χαϊδεύει παρηγορητικά και πότε να μας σπρώχνει σκανδαλωδώς μακριά από τα εμπόδια. Βέβαια εμείς στο δικό μας μικρόκοσμο, γυρνώντας γύρω από τον εαυτό μας, χαραμίζουμε το τάλαντο που μας δόθηκε, μη μπαίνοντας στον κόπο ούτε να το θάψουμε στη γη. Γκρινιάζοντας και παραπονούμενοι στο Θεό για τα "μεγάλα" βάσανα που μας βρίσκουν, αφαιρώντας από τη μνήμη μας και την παραμικρή ευεργεσία, σαν τον Ιωνά.
Ο Κύριος διατέξε τον Προφήτη Ιωνά να πάει στη Νινευή, την πιο ασεβή πόλη της εποχής, για να κηρύξει σ' αυτή και να προφητέψει την καταστροφή της.
Ο Ιωνάς όμως, παράκουσε τη διαταγή του Θεού, και πήγε σε άλλη πόλη στους Θαρσείς. Ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι του με πλοίο, αλλά στ' ανοιχτά έπιασε μεγάλη τρικυμία. Τότε έριξαν κλήρο, για να δουν ποιος είναι υπεύθυνος του κάκου που τους βρήκε. Και ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, που είχε παρακούσει τη διαταγή του Θεού. Τον έριξαν στη θάλασσα και η τρικυμία σταμάτησε. Και ο Κύριος διέταξε ένα μεγάλο κήτος να καταπιεί τον Ιωνά. Και ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά του κήτους τρεις ημέρες και τρεις νύκτες. Προσευχήθηκε τότε και είπε: Μέσα στην θλίψη μου σε παρακαλώ και βοήθησέ με. Και ο Κύριος πρόσταξε το κήτος και ξέρασε τον Ιωνά επάνω στην ξηρά. Και τότε πήγε στη Νινευή.
Η Νινευή ήταν μια υπερβολικά μεγάλη πόλη, έκτασης δρόμου τριών ημερών. Και ο Ιωνάς άρχισε να περνάει μέσα από την πόλη δρόμο μιας ημέρας, και κήρυξε, και είπε: Ακόμα 40 ημέρες, και η Νινευή θα καταστραφεί. Και οι άνδρες της Νινευή πίστεψαν στον Θεό, και κήρυξαν νηστεία. Ο λόγος του έφτασε στον βασιλιά της Νινευή, που σηκώθηκε από τον θρόνο του, και έβγαλε από πάνω του την στολή του και σκεπάστηκε με σάκο, και κάθισε επάνω σε στάχτη. Και διέταξε: Οι άνθρωποι και τα κτήνη, τα βόδια και τα πρόβατα, να μην γευθούν τίποτα. ούτε να βοσκήσουν ούτε να πιουν νερό. αλλ’ άνθρωπος και κτήνος να σκεπαστούν με σάκους, και να φωνάξουν στον Θεό δυνατά. κι ας επιστρέψουν κάθε ένας από τον πονηρό του δρόμο.
Και ο Θεός είδε τα έργα τους, ότι απέστρεψαν από τον πονηρό δρόμο. και μεταμελήθηκε για το κακό, που είχε πει να κάνει σ’ αυτούς. και δεν το έκανε. Αλλά ο Ιωνάς λυπήθηκε και αγανάκτησε. Και προσευχήθηκε και είπε: Αυτός δεν ήταν ο λόγος που ήρθα και δεν με άφησες να πάω στους Θαρσείς. Πάρε σε παρακαλώ την ψυχή μου. επειδή μου είναι καλύτερο να πεθάνω πάρα να ζω. Και βγήκε από την πόλη, και κάθισε προς το ανατολικό μέρος της πόλης, κι έκανε για τον εαυτό του μια καλύβα, και κάθονταν κάτω από την σκιά της, μέχρις ότου δει τι επρόκειτο να γίνει στην πόλη.
Τότε ο Κύριος διέταξε μια κολοκυθιά, να ανέβει από πάνω από τον Ιωνά, για σκιά από πάνω από το κεφάλι του, για να τον ανακουφίσει από την θλίψη του. Και ο Ιωνάς χάρηκε πολύ για την κολοκυθιά.
Ο Κύριος διέταξε ένα σκουλήκι, όταν χάραξε η αυγή της επόμενης ημέρας. και χτύπησε την κολοκυθιά, και ξεράθηκε. Και καθώς ανέτειλε ο ήλιος, διέταξε ένα καυστικό ανατολικό άνεμο και ο ήλιος χτύπησε το κεφάλι του Ιωνά, ώστε λιγοψύχησε. και ζήτησε πάλι να πεθάνει. και είπε: Μου είναι καλύτερο να πεθάνω πάρα να ζω.
Και του απάντησε ο Θεός : Στεναχωριέσαι για την κολοκυθιά; Και είπε ο Ιωνάς: Στεναχωριέμαι μέχρι θανάτου.
Και του απαντά τότε: Εσύ λυπήθηκες για την κολοκυθιά, για την οποία δεν κόπιασες, αλλ’ ούτε την έκανες να αυξηθεί, η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια νύκτα, και μέσα σε μια νύκτα χάθηκε. Κι εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ για την Νινευή, την μεγάλη πόλη, στην οποία υπάρχουν περισσότερες από 12 μυριάδες ανθρώπων;
Έτσι και μεις. Κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ, πίκρα και στεναχώρια μέχρι θανάτου. Αχαριστία και αγανάκτηση.
Για την κολοκύθα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου