Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
"Ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού." Την πρώτη φορά που ένιωσα τρομερά αποθαρρυμένος ήταν στα φοιτητικά μου χρόνια, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας μου στο νοσοκομείο. Ζήτησα από τη μητέρα μου να πει σ΄ ένα φίλο μου να ΄ρθει να με δει. Η μητέρα μου τον έφερε, αλλά αντί να νιώσω χαρά, ένιωσα λύπη. Φοβόμουν ότι θα έμενα για πάντα στο κρεβάτι. Κάποτε οι φίλοι μου θα κουραστούν να έρχονται να με βλέπουν, σκέφτηκα.
Ένας άλλος μεγάλος μου καϋμός, εκτός από την παρουσία των φίλων δίπλα μου, ήταν η θάλασσα. Αγαπούσα τη θάλασσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Ποιος θα με πήγαινε στη θάλασσα και ως πότε; Κάποτε θα κουράζονταν και οι δικοί μου και οι φίλοι μου.
Μόνο ένας στίχος από κάποιον ψαλμό του Δαβίδ με ενίσχυε όλο αυτόν τον καιρό της βαθιάς μου αποθάρρυνσης. Ο στίχος που έλεγε για τον Ιησού, ότι βρίσκεται παντού, ακόμα και στο πιο φριχτό πεπρωμένο. Εκεί όπου οι φίλοι μου και οι πλησίον θα στέκονταν μακριά μου, ο Ιησούς θα ήταν μαζί μου. Οι φίλοι μου και οι πλησίον μακρόθεν έστησαν.
Τελικά ο φόβος μου για την διαρκή ακινητοποίηση βγήκε αληθινός όχι για μένα, αλλά για τη μητέρα μου. Έμεινε δυο χρόνια παράλυτη στο κρεβάτι δίχως να μπορεί να κινήσει παρά μόνο το αριστερό της χέρι.
Μια μέρα προσπάθησα να της εξηγήσω τα λόγια του Αποστόλου, ο κολλώμενος τω Θεώ έν πνεύμα εστί. Της είπα ότι με το πνεύμα του Θεού μπορεί να είναι παντού και πρώτα από όλα στα παιδικά της χρόνια. Θα μπορούσε επίσης να είναι μαζί μου στην πόλη όπου ζω και να επικοινωνούμε πνευματικά.
Είχε τόσο ζωντανή αίσθηση των τόπων και των γεγονότων του παρελθόντος, που ήμουν βέβαιος ότι επικοινωνούσε πνευματικά με τα πρόσωπα που αγαπούσε, όπου κι αν βρίσκονταν, και πως δεν δεχόταν παθητικά την κατάστασή της. Ήξερα ότι η πνευματική της ελευθερία άρχιζε πάντοτε με την προσευχή του πάτερ ημών, την οποία έλεγε με όλη τη δύναμη της ψυχής της και με πείσμα για τις δυνάμεις του Εχθρού.
Της άρεσε το τραγούδι που μιλάει για την αγάπη της μάνας που σχίζει τα βουνά. Με αυτήν την έννοια μπορούσαμε να καταλάβουμε τα λόγια του Αποστόλου, τί θα μας χωρίσει από την αγάπη του Ιησού, ύψωμα ή βάθος;
Η μητέρα μου τα ζούσε όλα αυτά. Πριν πέσει στο κρεβάτι, όταν ερχόταν από την εκκλησία έλεγε πάντα, πηγαίνω στην εκκλησία άρρωστη και γυρίζω υγιής. Δεν παραπονέθηκε όταν μαζί με την αναπηρία της έχασε το φως της. Όσο το φως των ματιών της αδυνάτιζε τόσο δυνάμωνε το φως της ψυχής. Η μητέρα μου ζούσε τα λόγια του Αποστόλου, όταν ασθενώ,τότε είμαι δυνατός. Συχνά εμείς γύρω της είμαστε πιο αποθαρρυμένοι από ό,τι η ίδια.
Με την εμπειρία της αποθάρρυνσης με την οποία έζησα όλη μου τη ζωή τα λόγια του Ευαγγελίου συχνά έχουν ένα διαφορετικό νόημα για μένα, που δεν μπορώ να το περιγράψω. Σαν να μιλούν για τον ουρανό στη γη.
Είπα μια μέρα στη μητέρα μου, όταν πια δεν μπορούσε ούτε να με βλέπει, ούτε να με αγγίζει, ότι θα επικοινωνούμε με το πνεύμα σε όλη την αιωνιότητα. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. Όχι, είπε. Είναι νωρίς για σένα.
Για ποιο πράγμα άραγε μιλούν τα λόγια του Κυρίου στο Ευαγγέλιο του Λουκά, στο δωδέκατο κεφάλαιο; Παραθέτω μερικά αποσπάσματα, ευγενικέ αναγνώστη, για να τα χαρείς: "Είπεν ο Κύριος τοις εαυτού μαθηταίς. Ουδέν συγκεκαλυμμένον εστίν, ο ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται. ανθ ων όσα εν τη σκοτία είπατε, εν τω φωτί ακουσθήσεται, και ο προς το ους ελαλήσατε εν τοις ταμείοις, κηρυχθήσεται επί των δωμάτων... Λέγω δε υμίν. πας ος αν ομολoγήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο υιός του ανθρώπου ομολογήσει έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού."
http://moschoblog.blogspot.com/2011/08/blog-post_08.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου