Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Στο χέρι του είναι

Κανένας δεν είναι αίτιος της απώλειας, παρά το θέλημα του ανθρώπου. Ο Θεός είναι αίτιος της σωτηρίας, ο οποίος μας χάρισε τη ζωή και την μακαριότητα, τη γνώση και τη δύναμη, τον ίδιο τον Εαυτό Του. Αλλά ούτε και ο διάβολος μπορεί να οδηγήσει με την βία τον άνθρωπο στην απώλεια, παρά μόνο βάζει στο νου ενθύμηση του κακού. Εμείς όμως, θεληματικά, και με τη γνώμη μας προτιμούμε να κάνουμε το κακό και δεν μας βιάζει ο υπεράγαθος Θεός, για να μην παρακούσουμε παρά τη βία και έχουμε βαρύτερη τιμωρία. Ούτε και το αυτεξούσιό μας αφαιρεί, το οποίο καλώς μας χάρισε. Ώστε στο χέρι του ανθρώπου είναι η σωτηρία ή η απώλειά του».

Ἡ δυσβάστακτη φορολογία τοῦ 10%

Ἐπί Πεισιστράτου ἄρχισε ἡ κοπή τῶν
πρώτων ἀθηναϊκῶν νομισμάτων, ὅπου
στή μία πλευρά ἦταν χαραγμένο τό
κεφάλι τῆς θεάς Ἀθηνᾶς
καί στήν ἄλλη ἡ γλαῦξ.
«Λέγεται ὅτι, ὅταν ὁ Πεισίστρατος ἦταν σέ μία ἀπό τοῦτες τίς περιοδεῖες, συνέβη τό περιστατικό μέ τόν γεωργό ἀπό τόν Ὑμηττό, ὁ ὁποῖος καλλιεργοῦσε στήν περιοχή πού ἀργότερα ὀνομάστηκε ἀφορολόγητη. Ὁ Πεισίστρατος, ὅταν εἶδε νά σκάβει καί νά καλλιεργεῖ κάτι πού δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά βράχος, ἔκπληκτος ἔβαλε τόν δοῦλο πού τόν συνόδευε νά τόν ρωτήσει τί ἀποκόμιζε ἀπό αὐτή τήν περιοχή.“Τίποτε, παρά μόνο κόπο καί πόνο”, εἶπε,“και ἀπό αὐτά τό ἕνα δέκατο πρέπει νά πάει στόν Πεισίστρατο”. Τήν ἀπάντηση αὐτή τήν ἔδωσε χωρίς νά ξέρει σέ ποιόν μιλοῦσε. Ὁ Πεισίστρατος χάρηκε μέ τήν εἰλικρίνεια καί τή φιλοπονία του καί τόν ἀπάλλαξε ἀπό ὅλους τούς φόρους».
Ἀριστοτέλους «Ἀθηναίων Πολιτεία», 16. 6.1-7.1, ἐκδόσεις Κάκτος, σελ. 81

Οἱ φερέοικοι ἔφηβοι

Φερέοικος εἶναι ὁ φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν οἶκο του, ὅπως ὁ σαλίγκαρος ποὺ κουβαλᾶ σὰν σπίτι τὸ κέλυφος του, τὸ καβούκι του. Φερέοικος ἦταν καὶ ὁ Διογένης ποὺ ζοῦσε μέσα σ’ ἕνα πιθάρι. Φερέοικος εἶναι καὶ ἡ χελώνα, ἀλλὰ σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο φερέοικοι ἦσαν καὶ οἱ νομάδες, οἱ σκηνίτες, κυρίως οἱ Ἀθίγγανοι, ποὺ, συνεχῶς κινούμενοι, ζοῦσαν στὰ πολυτραγουδισμένα «τσαντίρια» τους. Σήμερα ἡ λέξη, ἐπὶ νέων κυρίως χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ περιπλανώμενου, τοῦ πνευματικὰ ἀνερμάτιστου, τοῦ νέου ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους ἕνα ἀκατοίκητο ἀπὸ δικό του μυαλό κεφάλι, ποὺ ἐπιτηδείως τοῦ τὸ γεμίζουν ἄλλοι. Πρὸ καιροῦ σὲ μιὰ ἐπίσκεψή μου στὴ Λεβάδεια, τὴν κακῶς κάτ’ ἐμὲ λεγόμενη Λειβαδιὰ (ἡ ὀνομασία ἀπὸ τὸ ἱστορικό Λέβαδο), μιὰ ἐλλόγιμη κυρία, ἡ Εὐ. Τυμπλαλέξη, καλοθέλησε νὰ μοῦ προσφέρει μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ, στὴν ὁποὶα προτάσσει μιὰ βαθυστόχαστη εἰσαγωγή. Ἀποσπῶ μιὰ ἐνδιαφέρουσα περικοπὴ: «Ἡ τρυφερὴ ἀθωώτητα τῆς νεαρῆς ἡλικίας δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ ὡς ἐνεργούμενο μιᾶς καλολαδωμένης μηχανῆς ἀπομνημόνευσης. Ὁ δάσκαλος σηκώνει ἕνα βαρὺ φορτίο εὐθύνης μεταλαμπάδευσης ἀξιῶν καὶ μηνυμάτων, τὰ ὁποῖα μὲ περισσὴ ὑπομονὴ κι ἀνθεκτικότητα ἔφτασαν ὡς τὶς μέρες μας». Ἤ ποὺ γεννιοῦνται καὶ στὶς μέρες μας, ἀφοῦ προηγουμένως περάσουν ἀπὸ τὴν κρησάρα τοῦ παιδαγωγικῶς ὠφελίμου.