Τέσσερις εβδομάδες μετά το Πάσχα το ευαγγέλιο που διαβάζεται στις εκκλησίες είναι η αφήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη για την εκπληκτική συζήτηση του Χριστού με μια Σαμαρείτισσα. Σύμφωνα με το ευαγγέλιο, ο Χριστός σταματά σ’ ένα πηγάδι κοντά στη πόλη Σιχάρ, ενώ οι μαθητές Του πάνε στη πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα. Μια γυναίκα έρχεται στο πηγάδι για να πάρει νερό, και ο Χριστός της ζητεί να πιει. Αρχίζουν μια συζήτηση, και κάποια στιγμή η γυναίκα ρωτά το Χριστό, “οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν” (Ιωάν. 4,20). Το ερώτημα αυτό αφορά μια πολύχρονη αντιδικία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, που είχαν απομακρυνθεί από τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό. Για τους Ιουδαίους το θρησκευτικό κέντρο ήταν η Ιερουσαλήμ· για τους Σαμαρείτες ένα βουνό στη Σαμάρεια. Είναι σαφές πως ήταν μια διαμάχη για τα εξωτερικά, τελετουργικά χαρακτηριστικά της θρησκείας.