Του Μόσχου Λαγκουβάρδου
Η λέξη "αδαής" δεν σημαίνει αυτόν που δεν ξέρει γενικά. Η λέξη αδαής προέρχεται απ΄ τη λέξη "δέος" (Θεός) και το στερητικό άλφα.Αδαής είναι αυτός που δεν νιώθει θαυμασμό για τίποτε. Ο εσωτερικά κενός, ο "άδειος", αυτός που δεν ξέρει αυτό που πρέπει να ξέρει, το Θεό.
Ο αδαής είναι ο ανίκανος να δει πέρα απ΄ τη μύτη του, αυτός που δεν νιώθει κανενός είδους μεγαλείο. Είχαμε ανεβεί κάποτε στην πιο ψηλή κορυφή του όρους Καϊμακτσαλάν, που δέσποζε σε άλλα μικρότερα δασωμένα βουνά και δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Κάτω βαθιά ένιωθες τη βουή κάποιου ποταμού. Τα μάτια μας είχαν γεμίσει δάκρυα από θαυμασμό για το μεγαλείο της Φύσης. Κάποιος είπε τότε, "νά 'χαμε κι ένα αρνί". Αυτούς τους τύπους ανθρώπων, τους μυωπικούς, τους κοντόθωρους, τους αβάσταχτα πληκτικούς, λόγω της μιζέριας και της ματαιότητας του πνεύματος, εννοεί ο Ρίλκε, λέγοντας "μου έχετε όλα τα πράγματα σκοτώσει".