Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Κοχλιάριον έλεγαν οι αρχαίοι το κουτάλι ή χουλιάρι ή χλιάρ(ι) στα χωριά της Μακεδονίας.
Η λέξη παράγεται από το «κοχλίας», το κοινώς λεγόμενον σαλιγκάρι. «Κατά τους αρχαιοτάτους χρόνους», διαβάζουμε στο λεξικό του «ΗΛΙΟΥ», «αντί κοχλιαρίων εχρησιμοποιούντο κογχύλια», δηλαδή όστρακα κοχλιών. Είναι γνωστό ότι και σήμερα σε πολλά νησιά μας τα σαλιγκάρια ονομάζονται κοχλιοί.
Ας έρθουμε τώρα στους «νεωτάτους» χρόνους. Η λέξη «κοχλιαριοφόροι» είναι επινόηση του Ροΐδη, που πολλά μπορεί να του καταλογίσει κανείς, όμως ανήκει σ’ αυτούς τους αδέσποτους, τους απροσάρμοστους της νεοελληνικής πνευματικής ζωής, που μαστίγωσε αλύπητα την διεφθαρμένη και φαυλεπίφαυλη εν Ελλάδι κομματοκρατία. (Απλώς, σαν τον Κοραή κι αυτός, είχε «μαύρα μεσάνυχτα» από Ορθοδοξία και φόρτωνε πολλά κακώς κείμενα στον κλήρο νομίζοντας, εσφαλμένως, ότι οι δικοί μας κληρικοί είναι σαν τους «καπουτζίνους της Ευρώπης», που θα ‘λεγε και ο Μακρυγιάννης, «δεν ήξεραν ότ’ είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες». (Απομνημονεύματα).