Μπροστὰ στὸν θάνατο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύναμοι σὰν τὰ κουνούπια, σὰν τὰ πετραδάκια.
Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα καυχᾶσθε ὦ ἄνθρωποι;
Γιὰ τὸν πλοῦτο, τὴν ἐπιστήμη, τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κουλτούρα;
Ὅλα αὐτὰ εἶναι σκύβαλα - σὺ καὶ ἐγὼ δοῦλοι τοῦ θανάτου! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος τοῦ φόβου, δοῦλος τοῦ θανάτου.
Μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ χαρά;
Ὄχι δὲν μπορεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀντικρίσει σοβαρὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ σοβαρότητα θὰ κοιτάξει τὸν θάνατο σὰν τὸν ἔσχατο σταθμὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει χαρὰ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει γι' αὐτὸν καμιὰ ἀπόλαυση ἐδῶ. Ὅλες οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἕνα ψέμα, ἐὰν ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα τὸν τελευταῖο σταθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.