Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
Θα ‘θελα επιστρέφοντας απ’ την Κομοτηνή, να γράψω τις εντυπώσεις μου από την παραμονή μου στη μακρινή αυτή πόλη της Θράκης μας. Είναι η τρίτη φορά που πηγαίνω εκεί και πάντοτε μ΄ αρέσει. Οι θαμώνες του «Θρακικού», του παραδοσιακού καφενείου του Ανέστη με συνήθισαν. Γέροι και με κάποια εγκεφαλικά ο καθένας τους, δεν πολυδίνουν σημασία στην απουσία μου, ούτε και στην παρουσία μου άλλωστε. Με εξαίρεση τον Σαράντη και τον Ανέστη, οπωσδήποτε, με τον οποίο μας συνδέει η αγάπη για το βιβλίο και τη μουσική.
Ο Σαράντης, εν αντιθέσει με εμένα που ντύνομαι στα μαύρα σαν να πενθώ, είναι λευκοντυμένος σαν γαμπρός. Όταν τον βλέπεις από μακριά, ξεχωρίζει από τους άλλους, όπως το λουλούδι της μανόλιας ξεχωρίζει από τα φύλλα Αν και δεν είναι μόνο η εμφάνιση που τον κάνει να ξεχωρίζει απ΄ τους άλλους. Ο Σαράντης δεν μοιάζει με τους άλλους και στο χαρακτήρα. Δεν του αρέσουν οι συνήθειες των άλλων, τα παιχνίδια τους, τα πειράγματά τους, το ότι πηγαίνουν όλοι μαζί. Του Σαράντη του αρέσει να μένει μόνος, σαν τον μοναχικό, γέρικο γλάρο, στην ερημική ακτή, μετά τη βροχή.