Σέ μία Ἐκκλησία τοῦ Γαλατά στήν Πόλη, ὅπου συχνάζουν οἱ ναυτικοί καί ταξιδιῶται ν’ ἀνάψουν τό κεράκι τους γιά τούς δικούς τους καί τό καλό ταξείδι πρός τίς φουρτουνιασμένες θάλασσες τοῦ Πόντου. Ἐκεῖ τή Μεγάλη Σαρακοστή τοῦ 1954 πῆγε νά λειτουργήση καί νά ξομολογήση τούς Χριστιανούς κάποιος Γέρων Πνευματικός*, γιά πρώτη φορά ἐπισκεπτόμενος τήν Πόλη.
Ὁ τακτικός ἐφημέριος, ἐξυπηρετῶν καί ἄλλην Ἐκκλησίαν εἰς γειτονικόν Ἁγίασμα, ἀφοῦ τόν κατετόπισε εἰς τά τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τοῦ ἔδωσε καί μερικές δεκάδες ὀνομάτων «ζώντων καί τεθνεώτων», τόν ὠδήγησε εἰς συνεχόμενον σκοτεινόν Παρεκκλήσιον, καί ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μικρᾶν κλίμακα ἀνερχομένην ἑλικοειδῶς τά κατηχούμενα τοῦ Ναοῦ, τοῦ εἶπεν ἐμπιστευτικῶς, ὅτι τόν περιμένουν ἐπάνω καμμιά δεκαριά ἄνθρωποι γιά νά ἐξομολογηθοῦν καί εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνεβῆ νά τούς ἐξομολογήση καί μεταλάβουν εἴτα εἰς τήν Λειτουργίαν, διότι ἐπείγονται νά φύγουν τό βράδυ μέ τό πλοῖον τῆς γραμμῆς, εἶναι ξένοι ἀπό μακρυά. Ἀνέβαινε ὁ Γέρων συλλογιζόμενος τό δύσκολον ζήτημα τῆς συνεννοήσεως μετ’ αὐτῶν, ἐφ’ ὅσον ἤσαν ξένοι ἀπό μακρυά΄ αὐτός δέ πλήν τῆς Ἑλληνικῆς δέν ἐγνώριζεν ἄλλην γλώσσαν.