Γιὰ τίποτε νὰ μὴν ἔχετε ἄγχος. Τὸ ἄγχος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπετε ἄγχος, νὰ ξέρετε ὅτι ἐκεῖ ἔχει βάλει τὴν οὐρὰ του τὸ ταγκαλάκι. Ὁ διάβολος δὲν πηγαίνει κόντρα. Ἂν ὑπάρχη μία τάση, σπρώχνει καὶ αὐτός, γιὰ νὰ ταλαιπωρήση καὶ νὰ πλανήση τὸν ἄνθρωπο. Τὸν εὐαίσθητο λ.χ. τὸν κάνει ὑπερευαίσθητο. Ὅταν ἔχης διάθεση νὰ κάνης μετάνοιες, σπρώχνει καὶ ὁ διάβολος νὰ κάνης περισσότερες ἀπὸ τὴν ἀντοχή σου καί, ἂν οἱ δυνάμεις σου εἶναι περιορισμένες, δημιουργεῖται μία νευρικότητα, γιατί δὲν τὰ βγάζεις πέρα, καὶ στὴν συνέχειά σου δημιουργεῖ ἄγχος μὲ ἐλαφρὰ ἀπελπισία κατ’ ἀρχὰς καὶ μετὰ συνεχίζει… Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα, μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, μοῦ ἔλεγε ὁ πειρασμός: “Κοιμᾶσαι; Σήκω! Τόσοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι ἔχουν ἀνάγκη…”