ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-
«Εμείς πάμε να βγάλουμ' έν' αφέντη κι άλλος μας φυτρώνει»
«Ο Ντεμίς Αγάς δεν κατοικούσε πλέον στο χωριό... Σπανίως, όμως, για να δοκιμάζει τις διαθέσεις των Νυχτερεμιωτών και να επιβλέπει τις αποθήκες και το Κονάκι, όπου είχε αποθηκεύσει πολύ αραποσίτι, έφτανε έως το Νυχτερέμι, πάντοτε με συνοδεία... Όταν φανερωνόταν μπροστά τους, ασυνείδητα, σαν να κινούνταν από κανένα εσωτερικό ελατήριο, σηκώνονταν και του έκαναν βαθιά υπόκλιση. Αλλά όταν έλειπε από τα μάτια τους, ευθύς θύμωναν συναμεταξύ των, για τον πρόστυχο αυτό φόρο της δουλείας τους. Ορκίζονταν, όταν άλλη φορά ξαναφανεί, κανείς να μην τον προσκυνήσει, ούτε να του προσηκωθεί. Τι τάχα ήταν αυτός; Και τι τον είχαν εκείνοι; Δεν ήταν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν αφέντης.
Αλλά μόλις ο Ντεμίς Αγάς πρόβαλλε στα σύνορα του χωριού, πάλι η κρυμμένη μέσα τους από αιώνες δουλοσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους. Το ίδιο συνέβη και τώρα.
Ο αγάς, παχύς, κοιλαράς, με την ανατολίτικη αδράνεια ζωγραφισμένη στο πλαδαρό και ροδοκόκκινο πρόσωπο, τη νυσταγμένη και αναλλοίωτη έκφραση στο βλέμμα, με την ασήκωτη αγερωχία, κατέβηκε αργοκίνητος στη σκάλα του Κονακιού... Ολόγυρά του τρεις φουστανελοφόροι Αρβανίτες, ντυμένοι στ' άρματα και τα τσαπράζια, στο δεξί χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, κοίταζαν στο γιαπί με μάτια θυμωμένα. Και οι χωριάτες άρχισαν αθέλητα να αισθάνονται τον προπατορικό τρόμο μέσα τους ανυπόταχτο. Η ελάχιστη εκείνη συνοδεία φαινόταν στα μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου και φοβερού πασά των περασμένων χρόνων, απ' εκείνους που τρόμαζαν τους πάππους και προπάππους τους και άφησαν φριχτή παράδοση στη γενιά τους.
Και από την επίδραση της παραδόσεως αυτής και από τα φοβισμένα σπέρματα των προγόνων, που έφερναν απαράλλαχτα στο αίμα τους οι Καραγκούνηδες, άρχισαν να αισθάνονται τον αέρα περίγυρα γεμάτο από φρίκη και απειλή. Φόνοι και δαρμοί και βάσανα και πυρκαγιές, όλα τα κακά, όσα υπέφεραν από τους Τούρκους δεσπότες οι πρόγονοί τους, ζωγραφίζονταν τώρα εμπρός στα μάτια τους, βούιζαν τα παράπονα και οι στεναγμοί στ' αυτιά τους και τους έσπρωχναν νεκρούς από το φόβο, στο δουλικό και απαραίτητο προσκύνημα. Οι χωριάτες εσηκώθηκαν ολόρθοι... κι άρχισαν μονόγνωμοι τον τεμενά. Και, όταν ο αγάς, τριποδίζοντας το άλογο, επέρασε από κοντά τους κι εχάθηκε μακριά μέσα σε σύννεφο σκόνης, μελαγχολικοί και αμίλητοι κάθισαν πάλι στο γιαπί και για πολλή ώρα δεν τολμούσαν ο ένας να αντικρύσει τον άλλον».
(απόσπασμα από τον «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα)
Αναρωτιούνται λοιπόν πολλοί πού βρίσκει ο νεοέλληνας την ψυχική ηρεμία και δεν αντιδρά, δεν εξεγείρεται ενάντια στη δουλεία, που εισάγουν οι σύγχρονοι δεσπότες του. Πολλοί είναι και εκείνοι που πιστεύουν ότι, εάν η σύγχρονη Ελλάδα ξεσηκωθεί, τίποτα δεν θα μείνει όρθιο από την τυραννία. Τίποτα, όμως, δεν θα γίνει από αυτά, καθώς έχει πάψει να ενυπάρχει στην ψυχή του σύγχρονου Έλληνα το αδούλωτο φρόνημα. Εάν εξαιρέσει κανείς τα χρόνια του μεγάλου πολέμου και την ψυχική προπαρασκευή για την αντιμετώπισή του βεβαίως, δεν έχει μείνει τίποτα από το υπερήφανο εντός του. Η παράδοση της δουλοφροσύνης καλλιεργήθηκε πολύ καλά από τους νέους αφέντες. Καλά να πάθουμε... «Μας ηύραν όλους ζωντόβολα και μας μάδησαν».
http://filologos-hermes.blogspot.com/2012/01/blog-post_5765.html
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου