Ο Βενιαμίν εξελέγη Μητροπολίτης Πετρουπόλεως -τότε πρωτευούσης του Κράτους- το έτος 1917, όταν την εξουσία κατείχε η προσωρινή επαναστατική Κυβέρνηση του Κερένσκυ. Η εκλογή του είχε γίνει κατά τρόπο απόλυτα δημοκρατικό. Από ένα κατάλογο κληρικών που κατηρτίσθη απ’ την Ιερά Σύνοδο, ο λαός εξέλεξε με συντριπτική πλειοψηφία τον Βενιαμίν ως Μητροπολίτη της Πρωτευούσης. Ας σημειωθή ότι σχεδόν όλες οι ψήφοι των εργατών δόθηκαν υπέρ αυτού. Οι κάτοικοι της Πετρουπόλεως εγνώριζαν από παλιά τον Σεβασμιότατο Βενιαμίν και του ήσαν βαθειά αφωσιωμένοι εξ αιτίας της απλότητός του και της αγάπης του.
Η ανάδειξή του στην ύψηλή θέση του Μητροπολίτου δεν άλλαξε σε τίποτε τη στάση του. Με απλότητα και αγάπη πήγαινε όπου τον καλούσαν και κατά προτίμηση στις φτωχογειτονιές της πρωτευούσης, για να συμπροσευχηθή με τους φτωχούς άνθρώπους, ή ακόμα να τους κάνη και διάφορες εκκλησιασπκές Ακολουθίες που επιθυμούσαν. Οι εργάτες τον παρακαλούσαν συχνά να τους κάνη κάποια βάπτιση στο σπίτι και ο Μητροπολίτης με πολλή χαρά κατέβαινε στα σκοτεινά υπόγεια, ντυμένος με ένα άπλό ράσο, χωρίς τα εξωτερικά διακριτικά της υψηλης θέσεως που κατείχε στην Εκκλησία. Το σαλόνι του Πατριαρχικού Μεγάρου ήταν πάντοτε γεμάτο, κυρίως από φτωχούς και ασήμους ανθρώπους. Άκουγε τους επισκέπτες του, συχνά μέχρις άργά τη νύχτα, και δεν άφινε κανένα να φύγη αν προηγουμένως δεν τον είχε πρεπόντως συμβουλεύσει ή παρηγορήσει, ξεχνώντας τη δική του ανάγκη για ανάπαυση και τροφή.
Ο Σεβ. Βενιαμίν δεν ήταν αυτό που ονομάζουμε «λαμπρός» ομιλητής, αλλά τα κηρύγματα του, πολύ άπλα, τα διέκρινε εξαιρετική χάρη και πνευματικότητα. Γι’ αύτό, τα πλήθη κατέκλυζαν τους ναούς στους οποίους πήγαινε ο Μητροπολίτης να λειτουργήση και να μιλήση.
Τον Μητροπολίτη εκτιμούσαν και συμπαθούσαν βαθειά ακόμα και άνθρωποι που άνηκαν σε άλλη εθνικότητα ή θρησκεία. Είχε και μεταξύ αυτών πολλούς και πραγματικούς φίλους, οι οποίοι σε δύσκολες στιγμές έρχονταν κοντά του για να πάρουν μια καλή συμβουλή ή να ένισχυθούν πνευματικά. Όλοι απεκαλύπτοντο μπροστά στην καλωσύνη και στην καθαρότητα της καρδιάς του Ιεράρχου αυτού.
Ας προστεθή ακόμη ότι ο Μητροπολίτης ήταν πάντοτε ξένος προς τα πάθη και τις διαμάχες τις πολιτικές. Φαινόταν να τις αγνοή. Άραγε πως θα άνπδρούσε μπροστά στα νέα προβλήματα που ετίθεντο για την Εκκλησία μετά την οριστική κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, το φθινόπωρο του 1917;
Μετά την έπικράτηση της Οκτωβριανής επαναστάσεως και τον εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε, τη χώρα μάστιζε φοβερή πείνα, εξ αιτίας της οποίας πέθαναν 6.000.000 άνθρωποι. Οι κυβερνώντες κομμουνιστές άρπαξαν την ευκαιρία για να προσοικειωθούν την εκκλησιασπκή περιουσία. Με τα αγαθά της Εκκλησίας θα ετρέφοντο οι πεινασμένοι… Αντί να ζητήσουν τη βοήθεια και τη συμπαράσταση της Εκκλησίας, προέβησαν σε βίαιη κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ακόμη στην κρατικοποίηση των εκκλησιαστικών χώρψν (ναών κλπ.) και στην αρπαγή των πολυτίμων ιερών σκευών. Επίσης απαγόρευσαν κάθε φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας.
Όταν ήρθε η σειρά της Πετρουπόλεως και της Μητροπόλεώς της να δώση τους θησαυρούς των εκκλησιών της στο Κράτος, για να ανακουφισθούν οι πεινώντες, ο Μητροπολίτης Βενιαμίν δεν δίστασε καθόλου, λέγοντας πως κάθε θυσία είναι μικρή προκειμένου νά σωθή έστω και ένας άνθρωπος από τον εκ πείνης θάνατο. Ήθελε όμως, τα αγαθά της Εκκλησίας να δοθούν προαιρετικά απ΄ αυτή και να μή γίνουν αντικείμενο βιαίας και αυθαιρέτου αρπαγής από μέρους των Αρχών. Η στάση του Μητροπολίτου ικανοποίησε τις τοπικές Αρχές. Η εφημερίδα «Ισβέστια» ανήγγειλε το γεγονός με ευνοϊκά σχόλια για τον Μητροπολίτη και τον κλήρο της Πετρουπόλεως, «οι οποίοι διεκήρυξαν την ειλικρινή επιθυμία τους να είναι καλοί πολίτες».
* * *
Όμως, ενώ όλα πήγαιναν καλά, ένα γεγονός ήρθε να περιπλέξη το ζήτημα της κατασχέσεως της εκκλησιασπκής περιουσίας και να καθορίση οριστικά το μέλλον του Μητροπολίτου Βενιαμίν. Το γεγονός αύτό, το οποίο μπορεί να χαρακτηρισθη πραγματικό πραξικόπημα μέσα στην Εκκλησία, ήταν η αυθαίρετη δημιουργία μιας σχισματικής Εκκλησίας, της λεγομένης «Ζώσης Εκκλησίας».
Στις 24 Μαρτίου 1922, δώδεκα ιερείς της Πετρουπόλεως υπέγραψαν κοινή έπιστολή, στην οποία δήλωναν ότι αποκόπτονται από την επίσημη Εκκλησία, κατηγορώντας τον υπόλοιπο κλήρο για ενέργειες αντιεπαναστατικές και κακή πολιτική, σχετικά με τα εκκλησιαστικά αγαθά και τη βοήθεια προς τους πεινώντες. Αρχηγοί της κινήσεως αύτης ήταν οι ιερείς Βεντέσκυ, Μπιελώφ και Κρασνίτσκυ. Οι ιερείς αυτοί δεν δίστασαν να πάνε στη Μόσχα, να επισκεφθούν τον Πατριάρχη Τύχωνα στη φυλακή (όπου βρισκόταν τότε) και να του υποκλέψουν την συγκατάθεση, όπως αυτοί διεκπεραιώνουν προσωρινά τις υποθέσεις του Πατριαρχείου μέχρι της αποφυλακίσεώς του. Αντ’ αυτού όμως αυτοί κήρυξαν τη δημιουργία της «Ζώσης Εκκλησίας», με φιλελεύθερες τάσεις και με καταφανή την υποστήριξη των Αρχών, οι οποίες ενδιαφέρονταν φυσικά για τη διαίρεση της Εκκλησίας. Έτσι δημιουργήθηκε νέα «Εκκλησία», αντίθετη προς την «Πατριαρχική», την Κανονική. Η προσπάθεια των σφετεριστών τώρα ήταν να προσελκύσουν στην κίνησή τους όσο το δυνατό περισσότερες επισκοπές και ενορίες.
Μετά από λίγο, ο Βεντέσκυ έφθασε απ΄ τη Μόσχα στην Πετρούπολη, παρουσιάσθηκε στον Μητροπολίτη Βενιαμίν και του ανήγγειλε το σχηματισμό της νέας διοικήσεως της Εκκλησίας, η οποία μάλιστα διώρισε αυτόν (τόν Βεντέσκυ) τοποτηρητή της Αρχιεπισκοπής Πετρουπόλεως! Η ηπιότητα και υπομονή του Μητροπολίτου ήταν σε όλους γνωστές, αλλά όλα έχουν κάποιο όριο. «Όχι, αρνούμαι» είπε αυστηρά στον σφετεριστή. Και την επομένη αφώρισε τον Βεντέσκυ, έως ότου μετανοήση και επιστρέψη στην Εκκλησία.
Η αναγγελία του αφορισμού του Βεντέσκυ εξαγρίωσε τους Μπολσεβίκους. Οι εφημερίδες επετέθηκαν με πύρινα άρθρα κατά του Μητροπολίτου, απειλώντας ότι «το ξίφος του λαού» θα κόψη το κεφάλι εκείνου που τόλμησε να αποκόψη απ΄ την Εκκλησία τον Βεντέσκυ. Έγινε πλέον φανερή η συνεργασία Αρχών και «Ζώσης Εκκλησίας».
Οι κυβερνώντες πήραν την απόφαση να δράσουν κατά του Μητροπολίτου. Αλλά η ώρα δεν ήταν κατάλληλη. Ο Μητροπολίτης ήταν πολύ δημοφιλής και υπελόγιζαν την αντίδραση του λαού. Εν τούτοις μετά από ωρισμένο χρόνο ο Βεντέσκυ παρουσιάζεται εκ νέου στον Μητροπολίτη, συνοδευόμενος αυτή τη φορά από δύο σημαίνοντα κυβερνητικά πρόσωπα. Επέδωσαν στον Μητροπολίτη πραγματικό τελεσίγραφο. Ή θα άρη τον αφορισμό του Βεντέσκυ ή θα είσαχθη σε δίκη με την κατηγορία ότι «αντιτίθεται στη χρήση της εκκλησιαστικης περιουσίας για τις ανάγκες των πεινώντων»!
Ο Μητροπολίτης κατάλαβε ότι οι απειλές ήταν άληθινές και ότι στην πραγματικότητα είχε καταδικασθη σε θάνατο, ως έμπόδιο στη δημιουργία της έπαναστατικής «Ζώσης Εκκλησίας». Απήντησε, εν τούτοις, με σταθερότητα, ότι δεν μπορεί να άρη τον αφορισμό προτού ο ένοχος μετανοήση και επιστρέψη στην Κανονική Εκκλησία. Οι επισκέπτες έφυγαν γεμάτοι θυμό. Γνωρίζοντας τι τον περιμένει, ο Μητροπολίτης τακτοποίησε τα πιο επείγοντα θέματα της Μητροπόλεως και άρχισε να αποχαιρετά τους συνεργάτες και φίλους του…
Μια μέρα, ενώ γύριζε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο από κάποιο μοναστήρι, βρίσκει εκεί ένα εισαγγελέα και πολλούς αστυνομικούς της Τσέκα. Ερεύνησαν επί πολλή ώρα και λεπτομερώς όλους τους χώρους της Μητροπολιτικής κατοικίας, αλλ΄ η έρευνα δεν απέδωσε τίποτε. Κατόπιν ανήγγειλαν στον Μητροπολίτη ότι από τη στιγμή εκείνη ήταν κρατούμενος κατ΄ οίκον. Τρεις μέρες αργότερα τον ωδήγησαν σε μια φυλακή της πόλεως, όπου έμεινε μέχρι την μέρα του μαρτυρίου του. Συνελήφθησαν και πολλά άλλα άτομα. Άλλοι ήσαν μέλη ένός εκκλησιαστικού οργανισμού που ωνομάζετο «Κεντρική Διεύθυνση Ενοριών» και απετελεϊτο από ιερείς και κληρικούς κατωτέρων βαθμών (άναγνώστες κλπ.) και λαϊκούς. Ακόμη συνελήφθησαν άτομα που διεμαρτύροντο έξω από τις έκκλησίες για την άρπαγή των εκκλησιαστικών σκευών. Δηλαδή, μαζί με τον Μητροπολίτη βρέθηκαν κατηγορούμενοι ογδόντα εξ κάτοικοι της πόλεως.
Η αναγγελία της μεγάλης αύτης δίκης προκάλεσε εξαιρετική συγκίνηση στην πόλη. Εκατοντάδες συγγενείς και φίλοι των κατηγορουμένων έτρεχαν να ενεργήσουν για την απελευθέρωση των δικών τους ή για να εξασφαλίσουν ένα καλό δικηγόρο. Καλός δικηγόρος χρειάζονταν πρωτίστως για τον Μητροπολίτη Βενιαμίν. Ο Ερυθρός Σταυρός, που την εποχή έκείνη μπορούσε να δρα ακόμη ελεύθερα και φρόντιζε να συμπαρασταθη στους πολιτικούς κρατουμένους, πρότεινε στο διάσημο δικηγόρο Ι. Γκούροβιτς να αναλάβη την υπεράσπιση του Μητροπολίτου. Ο Γκούροβιτς, που μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων είχεν αποσυρθη από την ενεργό υπηρεσία, δίστασε κατ΄ αρχάς, φοβούμενος μήπως η εβραϊκή καταγωγή του βλάψει την όλη υπόθεση. Όμως ο Μητροπολίτης από τη φυλακή του διεμήνυσε ότι του έχει πλήρη εμπιστοσύνη.
Η δίκη άρχισε το Σάββατο 10 Ιουνίου 1922, ένώπιον του Επαναστατικού Δικαστηρίου, μέσα στην παλιά αίθουσα της Λέσχης των Ευγενών. Από τις πρωϊνές ώρες δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι της Πετρουπόλεως γέμισαν τους δρόμους γύρω απ΄ το Δικαστήριο, περιμένοντας τους κατηγορουμένους και προπαντός τον Μητροπολίτη Βενιαμίν. Η Αστυνομία δεν τολμούσε να διαλύση τα πλήθη αύτά, που άκίνητα, αμίλητα και εν προσευχή περίμεναν τον πνευματικό τους πατέρα. Κάποτε φάνηκε το όχημα που έφερνε τον Μητροπολίτη, συνοδευόμενο από έφιππους αστυνομικούς. Το πλήθος έπεσε στα γόνατα και έψαλε το τροπάριο, «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου…».
Κατηγορούμενοι, εκτός από τον Μητροπολίτη, ήταν και οι εξής: Ο Αρχιμανδρίτης Σέργιος Σέϊν, προσωπικότητα εξαιρετική, βουλευτής της Δούμα (Ρωσικής Βουλής), πριν γίνη ιερεύς. Ο Ζ. Νοβίτσκυ, καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Πετρουπόλεως και Πρόεδρος της «Κεντρικής Διευθύνσεως Ενοριών» της αυτής πόλεως. Ο Ι. Κοφχάρωφ, παλαιός νομικός και άλλοι ογδόντα δύο. Μεταξύ αυτών ο επίσκοπος Βενέδικτος, οι ιερείς-προϊστάμενοι όλων σχεδόν των ενοριών της πρωτευούσης, καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, σπουδαστές της Θεολογίας, αλλά και απλοί πιστοί, γέροντες, γυναίκες, ακόμη και έφηβοι.
Η αίθουσα συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ήταν τεράστια. Χωρούσε 3.000 άτομα. Και ήταν γεμάτη πάντοτε ως την τελευταία μέρα της δίκης. Τίποτε δεν μπορούσε να κρατήση τα αφωσιωμένα στον Μητροπολίτη πλήθη να μή παρευρεθούν στη δίκη. Ούτε η κουρασπκή μονοτονία της διαδικασίας, ούτε η σύλληψη απ΄ την αστυνομία, κατά την πρώτη μέρα, εκατοντάδων ατόμων, ούτε οι κίνδυνοι που διέτρεχαν μέσα στην αίθουσα από εγκαθέτους των Αρχών.
* * *
Η ώρα της δίκης έφθασε. «Να έλθουν οι κατηγορούμενοι», διέταξεν ο Πρόεδρος. Νεκρική σιωπή επεκράτησε όταν απ΄ την άκρη της αιθούσης άρχισαν να μπαίνουν οι κατηγορούμενοι. Πρώτος μπήκε ο Μητροπολίτης, με το εγκόλπιο και τον σταυρό στο στήθος και την ποιμανηκή ράβδο στο χέρι του. Ακολουθούσε ο επίσκοπος Βενέδικτος, οι λοιποί κληρικοί και κατόπιν οι λαϊκοί. Στη θέα του Μητροπολίτου το πλήθος σηκώθηκε και υποκλίθηκε με σεβασμό. Ο Σεβασμιώτατος τους ευλόγησε και κατόπιν κάθησε. Δυο μέρες κράτησε η ανάγνωση του κατηγορητηρίου. Η ουσιασπκή φάση της δίκης άρχισε στις 12 Ιουνίου. Η κυρία κατηγορία ήταν ότι οι κατηγορούμενοι άντετάχθησαν και αντέδρασαν στην χρησιμοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας για την αντιμετώπιση της πείνας.
Στην αρχή το Δικαστήριο ασχολήθηκε με ερωτήσεις προς τους κατηγορουμένους. Ο Μητροπολίτης απαντούσε με ηρεμία, θάρρος και σταθερότητα. Με πεισπκότητα ανήρεσε όλες τις εναντίον του κατηγορίες. Το ίδιο και οι άλλοι. Όλοι ετέθησαν αλληλέγγυοι του Μητροπολίτου. Εντύπωση έκανε η γενναιότητα και το θάρρος του Αρχιμανδρίτου Σεργίου, ο οποίος σε ερώτηση του Εισαγγελέως, αν «από πεποίθηση έγινε μοναχός», του έδωσε αποστομωτική απάντηση.
Μετά ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Ο κυριώτερος μάρτυς βεβαίως ήταν ο ιερεύς Βεντέσκυ, ο αρχηγός της «Ζώσης Εκκλησίας», αλλά παραδόξως κατόπιν άποφάσεως του Δικαστηρίου η κατάθεσή του ακυρώθηκε. Πράγματι, τη δεύτερη μέρα της δίκης, καθώς έβγαινε απ΄ το Δικαστήριο στο δρόμο, μια γυναίκα του λαού του πέταξε μία πέτρα και τον τραυμάτισε στο κεφάλι! Άραγε το τραύμα ήταν σοβαρό ή χρησιμοποιήθηκε σαν πρόφαση για να αποφύγη την κατάθεση στο Δικαστήριο; Κανένας δεν ξέρει. Πάντως δεν ξαναπάτησε το πόδι του στην αίθουσα του Δικαστηρίου.
Μετά ήταν η σειρά του Κρασνίτσκυ, του άλλου πρωτεργάτου της «Ζώσης Εκκλησίας». Υψηλός, άδύνατος, φαλακρός, με χλωμό πρόσωπο, λιγώτερο από σαράντα χρονών, ο ρασοφόρος αυτός κατευθύνθηκε, με ύφος προκλητικό και βήμα αποφασιστικό, στην ωρισμένη θέση για να αρχίση την κατάθεσή του. Κάθε λέξη, κάθε ήχος της μετρημένης, κοφτής και μεταλλικής φωνής του συνέτεινε στην πύκνωση των νεφών του θανάτου πάνω απ΄ τα κεφάλια των κατηγορουμένων. Ο ρόλος του μάρτυρος φανερός: όλα έδειχναν ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας «δικαστικός δολοφόνος», που είχε αναλάβει το έργο να συμπληρώση, με τους υπαινιγμούς και τα ψεύδη του, το απόλυτο κενό του κατηγορητηρίου. Το ρόλο αυτό ο μάρτυς Κρασνίσκυ τον έφερε θαυμάσια σε πέρας. Τα λόγια, που έβγαιναν από το δηλητηριώδες στόμα του ανθρώπου αυτού με τα ράσα, σχημάτιζαν ισάριθμες θηλειές στο λαιμό των κατηγορουμένων. Το ψέμα, η συκοφαντία, η αστήρικτη κατηγορία περί ανπεπαναστατικών ενεργειών των κατηγορουμένων, όλα ήταν επιτρεπτά για τον πρωταγωνιστή αυτόν της «Ζώσης Εκκλησίας». Ξεπερνούσε ακόμη και τους δικαστές στην επιθυμία να καταστρέψη τους κατηγορουμένους. Πολλοί λέγαν ότι ήταν ενσάρκωση του Ιούδα. Το πάθος του έφθασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική. Ακόμη και οι δικαστές και οι άλλοι μάρτυρες κατηγορίας έσκυβαν τα κεφάλια από αμηχανία και άηδία. Επί τέλους το βάσανο αυτό έληξε. Ο Κρασνίτσκυ είχε πει ό,τι νόμιζε ωφέλιμο για την ενοχοποίηση. Το δικαστήριο δεν του έθεσε καμμιά ερώτηση. Με το τέλος της καταθέσεώς του όλος ο κόσμος ανέπνευσε από ανακούφιση.
Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του δικηγόρου Γκούροβιτς: «Επιθυμώ να θέσω μερικές ερωτήσεις στον μάρτυρα». Κρατώντας μια δέσμη έφημερίδες των ετών 1917-1918, ο δικηγόρος ρώτησε τον Κρασνίτσκυ, αν τα άρθρα που φέρουν την υπογραφή του και με τα οποία καλούσε το λαό σε εξέγερση κατά των Μπολσεβίκων ήταν δικά του. Ο Κρασνίτσκυ, καταφανώς συγχυσμένος, απάντησε ότι «ναι». Θέλησε στη συνέχεια να δώση μερικές εξηγήσεις για την αλλαγή της πολιτικής του, αλλά ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου -για να τον βγάλη από τη δύσκολη θέση- τον διέκοψε, με τη δικαιολογία, ότι αυτά δεν αφορούν την υπόθεση…
Μετά ήρθε να καταθέση ένας άλλος μάρτυς, ο ιερεύς Μπογιάρσκυ. Ήταν ένας από τους δώδεκα ιερείς που είχαν υπογράψει την περίφημη επιστολή, με την οποία ανηγγέλλετο η ίδρυση της «Ζώσης Εκκλησίας». Όλοι περίμεναν να κράτηση την ίδια στάση με τον Κρασνίτσκυ. Προς κατάπληξη όλων, ο Μπογιάρσκυ, αντίθετα, έκανε μία θερμή απολογία υπέρ του Μητροπολίτου, και καθώς ο μάρτυς ήταν ένας εξαιρετικός ρήτωρ, η μαρτυρία του έκανε μεγάλη εντύπωση στο ακροατήριο. Επανειλημμένα το Δικαστήριο έδειξε την απαρέσκειά του για την κατάθεση, αλλά ο Μπογιάρσκυ έμεινε σταθερός σ΄ αύτά που έλεγε.
Αλλά η δυσφορία του Δικαστηρίου έφθασε στο κατακόρυφο, όταν εκλήθη να καταθέση ο μάρτυς Εγκόρωφ, καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Πετρουπόλεως. Ο Εγκόρωφ ήταν ένας από τους αντιπροσώπους του Μητροπολίτου κατά τις διαπραγματεύσεις με τις τοπικές Αρχές σχετικά με την εκκλησιαστική συμπαράσταση προς τους πεινώντες.
Ο μάρτυς εξέθεσε με ακρίβεια το ιστορικό των σχετικών συνομιλιών, πράγμα που ανεσκεύασε όλες τις θέσεις του κατηγορητηρίου. Ο εισαγγελεύς Σμυρνώφ θύμωσε φοβερά και ζήτησε απ΄ το Δικαστήριο να κηρυχθή και ο Εγκόρωφ ένοχος, να συμπεριληφθή στους ήδη κατηγορουμένους και να δικασθή. Ο δικηγόρος Γκούροβιτς διεμαρτυρήθη έντονα, λέγοντας ότι το δικαστήριο εγκαινίασε την τακπκή του εκφοβισμού των μαρτύρων. Οι δικαστές απεσύρθησαν σε σύσκεψη και απεφάσισαν να δικασθή ο Εγκόρωφ, αλλά σε άλλη δίκη. Φοβούμενος τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως ο Πρόεδρος διέγραψε απ΄ τον κατάλογο τα ονόματά τους και κάλεσε να καταθέσουν μόνον οι μάρτυρες κατηγορίας, ως επί το πλείστον αστυνομικοί της Τσέκα.
Η ουσία της υποθέσεως ήταν να αποδειχθή η ύπαρξη αντεπαναστατικού οργανισμού και η συμμετοχή των κατηγορουμένων σ’ αυτόν. Οπότε το έγκλημα αυτό επέσυρε την ποινή του θανάτου. Το λόγο τώρα πήρε ο δημόσιος κατήγορος Κρασίκωφ. «Ζητείτε να μάθετε πού βλέπουμε ένα οργανισμό ανπεπαναστατικό και εγκληματικό; εκραύγασε. Αλλά, νά. Είναι μπροστά σας ο οργανισμός αυτός. Είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία με τη βαρύγδουπη Ιεραρχία της, την υποταγή των κατωτέρων κληρικών στους ανωτέρους, την καταφανή κλίση της προς την αντεπανάσταση».
Κατόπιν μίλησε ο Εισαγγελεύς Σμυρνώφ. Επί τρεις ώρες, με μια υστερική μανία, πρόφερε λέξεις χωρίς σειρά, κομμένες φράσεις χωρίς σύνταξη. Εκείνο που καταλάβαινε κανείς ήταν ότι ζητούσε συνεχώς «νά πέσουν δεκαέξ κεφάλια». Τότε στην αίθουσα ακούστηκαν χειροκροτήματα. Προέρχονταν από τους εγκαθέτους του καθεστώτος, στρατιώτες και αστυνομικούς με πολιτικά, που είχαν καταλάβει τις πρώτες θέσεις στο δικαστήριο.
Τώρα το λόγο πήρε η υπεράσπιση. Ο δικηγόρος Γκούροβιτς είπεν ότι η τάση του δικαστηρίου είναι να πολιτικοποιήση μια υπόθεση, η οποία δεν έχει καμμιά σχέση με την πολιτική. «Επειδή αδυνατείτε να ενοχοποιήσετε προσωπικώς τον κάθε κατηγορούμενο, εκτοξεύετε εναντίον τους κατηγορίες απρόσωπες και αόριστες», είπε. Στη συνέχεια ο δικηγόρος έκανε μία σύντομη ανάλυση των κατά του ρωσικού κλήρου κατηγοριών και απέδειξεν ότι άλλες απ΄ αυτές ωφείλοντο σε πονηρές διογκώσεις αθώων περιστατικών και άλλες σε καθαρή συκοφαντία. Μιλώντας κατόπιν για τον Μητροπολίτη, ο Γκούροβιτς είπε. «Μια εφημερίδα έγραψε προ καιρού ότι «ο Μητροπολίτης μοιάζει με απλό ιερέα του χωριού». Και είναι σωστό αύτό. Ο Σεβασμιώτατος δεν μοιάζει καθόλου με τους πομπώδεις εκείνους πρίγκηπες της Εκκλησίας. Είναι ένας ποιμένας ψυχών με βαθειά πίστη, ηπιότητα και σεμνότητα, αρετές που του δίνουν την καταπληκηκή πνευματική δύναμη και τη χάρη να προσελκύη τους ανθρώπους. Μπροστά στην έκτακτη ηθική ωραιότητα της εκλεκτής αυτής προσωπικότητος, ακόμη και οι εχθροί υποκλίνονται. Μεταξύ των προσώπων που βρισκόμαστε εδώ, συμπεριλαμβανομένων και των κατηγόρων, είναι πολλοί που μπορούν να συγκριθούν με το πνευμαπκό ανάστημα του Μητροπολίτου; Μπορείτε να θανατώσετε τον Μητροπολίτη, αλλά δεν μπορείτε να αρνηθήτε το θάρρος του και την ανωτερότητα των σκέψεων και ενεργειών του». Οι πιστοί που βρίσκονταν στην αίθουσα του δικαστηρίου ανελύθησαν σε δάκρυα.
Η δίκη πλησίαζε στο τέλος της. Τώρα εκλήθησαν οι κατηγορούμενοι να απολογηθούν. Πρώτος άπελογήθη ο Μητροπολίτης. Είπε λίγα λόγια, αλλά βαρυσήμαντα. Κατέληξεν ως εξής: «Εκείνο που μού στοίχισε περισσότερο κατά τη δίκη αυτή είναι ότι η κατηγορούσα αρχή με χαρακτήρισε «εχθρό του λαού». Όχι. Είμαι ένα νομιμόφρον τέκνο του λαού μου, τον αγαπώ και πάντοτε τον αγαπούσα. Του αφιέρωσα τη ζωή μου και είμαι ευτυχής ότι ο λαός μου, αυτοί οι απλοί άνθρωποι, μού ανταπέδωσαν την αγάπη και αυτοί είναι που με ανέδειξαν στην υψηλή αυτή θέση που κατέχω στην Εκκλησία… Δεν γνωρίζω τι μού επιφυλάσσει η ετυμηγορία σας, τη ζωή ή το θάνατο, αλλά οποία κι’ αν είναι η απόφαση εγώ με θέρμη υψώνω τα μάπα μου στον ουρανό και κάνω το σημείο του σταυρου, λέγοντας: «Δόξα σε Σένα για όλα, Κύριε Θεέ μου». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Σεβ. Βενιαμίν. Η εντύπωση που προκλήθηκε και η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο ακροατήριο δεν είναι δυνατόν να περιγράφουν. Η συνεδρίαση διακόπηκε και την άλλη μέρα απολογήθηκαν οι άλλοι κατηγορούμενοι.
Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε στις 5 Ιουλίου 1922. Δέκα κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε θάνατο (μεταξύ των οποίων πρώτος ο Μητροπολίτης), και άλλοι σε φυλακίσεις μικρής ή μεγάλης διαρκείας, αρκετοί δε αθωώθηκαν. Το Συμβούλιο χαρίτων εμείωσε την ποινή των εξ εκ των δέκα καταδικασθέντων σε θάνατο. Έμειναν προς εκτέλεση τέσσερες: Ο Μητροπολίτης Βενιαμίν, ο Αρχιμανδρίτης Σέργιος, ο καθηγητής Νοβίτσκυ και ο νομικός Κοφχάρωφ.
Το μεσονύκτιο της 12ης προς την 13η Αύγούστου 1922 οι κατάδικοι ωδηγήθηκαν στον τόπο της εκτελέσεως, λίγο έξω από την Πετρούπολη. Ο Νοβίτσκυ έκλαιγε, γιατί σκεπτόταν ότι άφινε πίσω του την ορφανή κι’ από μητέρα μοναχοκόρη του, δεκαπέντε χρονών, και παρεκάλεσε να της δώσουν από μέρους του το ρολόγι του και μια τούφα από τα μαλλιά του. Ο Κοφχάρωφ ειρωνεύετο τους δημίους του. Ο πατήρ Σέργιος προσηύχετο με δυνατή φωνή λέγοντας, «Κύριε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν». Ο Μητροπολίτης εβάδισε ήσυχα προς τον τόπον της έκτελέσεως, μονολογώντας προσευχές. Σε λίγο ακούστηκαν οι κροταλισμοί των όπλων και τα σώματα των μαρτύρων έπεσαν στο έδαφος…
Οι κομμουνιστές φοβούμενοι πιθανή εξέγερση των εργατών της Πετρουπόλεως, οι οποίοι υπεραγαπούσαν τον Μητροπολίτη, απέκρυψαν, όσο μπορούσαν, το γεγονός της έκτελέσεως και διέδωσαν ότι ο Μητροπολίτης μεταφέρθηκε στη Μόσχα…
Ο πολύς κόσμος ποτέ δεν θέλησε να πιστέψη στο θάνατο του Μητροπολίτου. Διεδίδετο μεταξύ των πιστών ότι οι μπολσεβίκοι κρατούσαν φυλακισμένο τον Μητροπολίτη σε κάποιο μέρος κρυφό και ότι όπου νάναι θα ξανάρθη. Πράγματι. Ο Μητροπολίτης είχε βεβαίως εκτελεσθή με τυφεκισμό. Αυτό είναι άλήθεια. Αλλά στην ψυχή του λαού η φωτεινή εικόνα του προσώπου του έμεινε πάντα ζωντανή…
Πηγή: Σόλωνος Νινίκα, Η Εκκλησία και η περεστρόϊκα, Κεφάλαιο Γ΄, Ο Μητροπολίτης Πετρουπόλεως Βενιαμίν, σελ. 65-79, Αθήνα 1990
vatopaidi.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου