Ο Ιωάννης Βατάτζης δεν ήταν αφελής. Ήξερε ότι ο Πάπας (είτε ο Γρηγόριος Θ’ είτε ο Ιννοκέντιος Δ’) δεν υπήρχε περίπτωση να δεχθεί τις θέσεις των ορθοδόξων για την ένωση των εκκλησιών. Ο Διονύσιος Ζακυθηνός αναφέρει το λόγο που ο αυτοκράτορας της Νίκαιας εμπλέκονταν στο θέμα της ενώσεως των εκκλησιών: «Διά να εξουδετερώνη τας επεμβάσεις της Αγίας έδρας, η αυτοκρατορική διπλωματία προέβαλλεν εκάστοτε μετά πολλής δεξιότητος το προσφιλές εις τους ποντίφηκας θέμα της ενώσεως των εκκλησιών, βραδύτερον δε επεδίωξε την ισορροπίαν των δυνάμεων διά της παρεμβάσεως εις καθολικωτέρας συγκρούσεις. Ανανεώνουσα πάλαιαν βυζαντινήν παράδοσιν, ηκολούθησε την γερμανικήν συμμαχίαν, την οποίαν ανήγαγε εις θεμελιώδη προσανατολισμόν της εξωτερικής πολιτικής. Η φιλία μετά του Φρειδερίκου του Β’ του Χοενστάουφεν, αντιπάλου της Αγίας έδρας, επέτρεψεν ιδιαιτέρως εις τον Ιωάννην τον Βατάτζην επωφελείς συνδυασμούς».
Αντίθετα με τον Ιωάννη Βατάτζη και την Νίκαια, η δυτική Ελλάδα με τους Αγγέλους-Κομνηνούς είχε μία πιο υποχωρητική στάση όσον αφορά τις σχέσεις της με τον Πάπα αλλά και με τους Φράγκους. Τρανό παράδειγμα είναι η στάση του Μανουήλ, αδελφού του Θεόδωρου Αγγέλου, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τον Ασάν. Ο Μανουήλ απόντος του Θεόδωρου αυτοτιτλοφορήθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης και εγκαθίδρυσε δικούς του αξιωματούχους. Για να είναι εξασφαλισμένος από τυχόν επίθεση των Φράγκων συμμάχησε με τον διοικητή της Πελοποννήσου Γοδοφρείδο Βιλαρδουΐνο και αναγνώρισε την εξουσία του Πάπα πάνω στις εκκλησίες του κράτους του. Η αναγνώριση όμως αυτή προκάλεσε την εξέγερση των ορθοδόξων κληρικών και λαϊκών. Έτσι αναγκάστηκε να αλλάξει πολιτική και να έρθει σε επαφή με τον Βατάτζη. Για να κατευνάσει τα οξυμμένα πνεύματα του λαού του, απευθύνθηκε στον Πατριάρχη Γερμανό με δυό αιτήματα, πρώτο να γίνει σύνοδος με θέμα την ένωση των δυο εκκλησιών, δυτικής και ανατολικής, και δεύ-ρερο του ζήτησε να μεσολαβήσει στο Βατάτζη για να ειρηνεύσουν τα δυο Ελληνικά βασίλεια και να συνεργασθούν. Οι θέσεις αυτές του Μανουήλ δεν ήταν ειλικρινείς, διότι προέβη σε αυτές τις ενέργειες για να κερδίσει χρόνο και να ξεγελά το λαό του, που δεν ήθελε καμιά επαφή με τον Πάπα. Και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε είναι ότι ο Βατάτζης με την σωστή πολιτική του εκτός και εντός συνόρων, και με τις στρατιωτικές επιτυχίες του, είχε δημιουργήσει μέσα στο κράτος του Μανουήλ πολλές συμπάθειες τόσο στο λαό αλλά και στους άρχοντες. Στο πρόσωπό του έβλεπαν τον υπερασπιστή του Βυζαντίου.
Ο Βασιλεύς Ιωάννης υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης, και επεδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Για να το καταφέρει αυτό, αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τους άρχοντες που κατείχαν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις προκαλώντας την οργή τους. Ο Ιωάννης όμως, αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος, που θα ενώσει ξανά και θα ελευθερώσει τον Ελληνισμό από κάθε βάρβαρο λαό που εκμεταλλεύτηκε την έως τότε παρακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν επανέλαβε τα λάθη των προηγουμένων αυτοκρατόρων, που καταπίεζαν τον λαό και ευεργετούσαν τους αριστοκράτες. Συνειδητοποίησε εξ αρχής ότι έπρεπε να στηριχθεί στον λαό δίδοντάς του γη για να καλλιεργεί και να ζει αξιοπρεπώς. Για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν εθνικό κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα. Έτσι καλυτέρευσε τα οικονομικά του κράτους μέσω της γεωργικής οικονομίας, η οποία σαν βάση είχε την καλυτέρευση της αμπελουργίας καθώς και άλλων καλλιεργειών.
Ο Γ. Οστρογκόρσκι στο έργο του «Η Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», καταγράφει τις ενέργειες του Βατάτζη σχετικά με την γεωργία την οποία συνδύασε με την άμυνα του κράτους του, αναφέροντας τα εξής: «Ανήγειρε οχυρά στις ακριτικές περιοχές για να αντιμετωπίσει τις στρατιωτικές ανάγκες. Ακολουθώντας τις καλύτερες παραδόσεις του βυζαντινού κράτους ο Ιωάννης Βατάτζης δημιούργησε στρατιωτικά αγροκτήματα και ενίσχυσε τις στρατιωτικές δυνάμεις με τη μόνιμη εγκατάσταση των Κουμάνων ως στρατιωτών στις ακριτικές περιοχές, με τον όρο της προσφοράς στρατιωτικής υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε ιδιαίτερα στην Ανατολή το σύστημα της άμυνας των συνόρων και το γεγονός αυτό θεωρεί ορθά ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης ως το πιο σημαντικό επίτευγμα του κράτους της Νίκαιας. Παράλληλα όμως παραχωρήθηκαν στην αυτοκρατορία της Νίκαιας προνοιακά κτήματα σε μεγάλη έκταση˙ φαίνεται μάλιστα ότι ο Ιωάννης Βατάτζης ευνόησε ιδιαίτερα την εκχώρηση προνοιακών κτημάτων περιορισμένης εκτάσεως στη μεσαία στρατιωτική αριστοκρατία».
Εκτός από την ανάπτυξη της γεωργίας έδωσε προσοχή στην κτηνοτροφία και στην πτηνοτροφία. Ιστορείται ακόμα ότι από το βασιλικό πτηνοτροφείο πουλήθηκαν χιλιάδες αβγά… Με βάση την οικονομική άνοδο που είχε, εκμεταλλεύτηκε το λιμό που έπεσε στο σουλτανάτο του Ικονίου, πουλώντας στους Τούρκους σιτάρι σε πολύ υψηλή τιμή. Χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει: «Την εποχή εκείνη έπεσε στους Τούρκους βαρύς λιμός με αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη έλλειψη τροφίμων. Αυτό το γεγονός λειτούργησε προς όφελος των Ρωμαίων. Όλοι οι δρόμοι γέμισαν από διερχόμενους Τούρκους οι οποίοι πήγαιναν στη χώρα των Ρωμαίων. Τα πλούτη των Τούρκων κατέληγαν στα χέρια των Ρωμαίων με αφθονία: ασήμι, χρυσάφι, υφάσματα και πολύτιμα αντικείμενα, πράγματα που προσφέρουν πολυτέλεια και άνεση. Και έβλεπες να προσφέρονται πολλά χρήματα για να αγοραστεί λίγο σιτάρι, ενώ τα πουλερικά, τα βόδια και τα κατσίκια είχαν πολύ ανεβασμένες τιμές. Μ’ αυτό τον τρόπο τα Ρωμαϊκά σπίτια γέμισαν πολύ γρήγορα με βαρβαρικό πλούτο, και τα βασιλικά ταμεία ξεχείλισαν από το χρήμα που έφτανε».
Επίσης κατόρθωσε την κατάργηση του σφετερισμού κτημάτων που προέβαιναν οι εκάστοτε τοπάρχες σε βάρος των αδύναμων τάξεων. Απένειμε δικαιοσύνη σε όλους, είτε ήταν φτωχοί είτε πλούσιοι, και ήταν απόλυτα αμερόληπτος. Εκτός από την γεωργοκτηνοτροφία αναδιοργάνωσε και την βιοτεχνία και ειδικότερα την υφαντουργία, που όπως προαναφέραμε στη Νίκαια κατά το παρελθόν είχε μεγάλη άνθηση. Λόγω του ότι είχε αναπτυχθεί το εμπόριο πολλών προϊόντων αλλά και υφασμάτων από ανατολή και δύση, και ειδικότερα από την Ιταλία, η ανώτερη τάξη της Νίκαιας αγόραζε πολλά υφάσματα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ζήτηση για τα υφάσματα της Νίκαιας. Για να βοηθήσει το νέο ξεκίνημα της υφαντουργίας, απαγόρευσε με αυστηρότατες ποινές την εισαγωγή υφασμάτων αλλά και τροφών από άλλα κράτη, επισημαίνοντας στους πολίτες του ότι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι με τα εγχώρια προϊόντα. Κατάλαβε αμέσως πως το εμπορικό ισοζύγιο ανατρεπόταν, αφού οι εισαγωγές ήταν πολύ περισσότερες από τις εξαγωγές, ζημιώνοντας έτσι την εγχώρια παραγωγή. Αποτέλεσμα αυτών των διατάξεων ήταν να βλάψει το εμπόριο της Βενετίας και της Γένοβας, και να ενισχυθεί η οικονομία του κράτους του. Γενικά ο Ιωάννης δεν ήθελε να έχει καμία εμπορική σχέση με τους Ιταλούς. Χαρακτηριστικά ο Ντόναλτ Μ. Νίκολ στο βιβλίο του «Βυζάντιο και Βενετία» αναφέρει ότι: «Ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της Νίκαιας, ο Ιωάννης Γ’ Βατάτζης, ο οποίος διαδέχθηκε το Λάσκαρη το 1222, σκόπευε να κάνει την αυτοκρατορία του αυτάρκη, ώστε η οικονομική της επιβίωση να μην εξαρτάται από το εμπόριο με τους Ιταλούς. Δεν ήθελε να έχει εμπορικές σχέσεις μαζί τους ούτε καν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν και αν ποτέ τα πλοία του εισέπλεαν στον Κεράτιο, θα ήταν για να πάρουν την πόλη από τους Ιταλούς, να ανατρέψουν το λατινικό καθεστώς και να παλινορθώσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία».
Στην εσωτερική διοίκηση έβαλε σε επίκαιρες κρατικές θέσεις ανθρώπους που δεν ήταν αριστοκράτες, αλλά που μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στα καθήκοντά τους, προτάσσοντας έτσι την αξιοκρατία ανάμεσα στους πολίτες. Με την πολιτική αυτή ο Βατάτζης παραμέρισε τους άρχοντες, οι οποίοι βέβαια προσπάθησαν να αντιδράσουν καθώς έβλεπαν ότι χάνουν αξιώματα και περιουσία. Κάθε αντίδραση όμως από μέρους τους στάθηκε μάταια, καθώς ο Βατάτζης γνώριζε πως για να δράσει ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς του κράτους του, θα έπρεπε πρώτα να εξουδετερώσει τους εσωτερικούς του αντιπάλους, πράγμα που κατάφερε. Αντιμετώπισε όχι μόνο τους μεγάλους φεουδάρχες που δεν τον ήθελαν, αλλά και ανθρώπους από το άμεσο περιβάλλον του Θεόδωρου Λάσκαρη που εποφθαλμιούσαν το θρόνο της Νίκαιας. Στάθηκε αληθινός πατέρας των Ελλήνων πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού. Επιθυμούσε να εκλείψει εντελώς από το κράτος του η αδικία και έλαβε μέτρα κατά της εκμετάλλευσης των πτωχών και απλών ανθρώπων. Μείωσε τους φόρους ανακουφίζοντας έτσι τις μεσαίες τάξεις και ανέβασε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών του. Έτσι ένιωθε κάθε λεπτό όχι σαν ένας βασιλιάς που προσδοκά πλούτη και δόξα, αλλά σαν ένας άνθρωπος που τον εμπιστεύθηκε ο Θεός να κυβερνήσει προς όφελος του λαού δείχνοντας στις επερχόμενες γενεές πως πρέπει να είναι ένας Ελληνορθόδοξος ηγέτης. Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου. Σε μία Νεαρά που εξέδωσε γράφει χαρακτηριστικά: «Ο άρχων δεν δύναται μέν να διατάξει αλλαγήν των αναγκαίων και χρησίμων περί τον βίον εις τους πολίτας, δύναται όμως να απαγορεύση τα περιττά».
Με κεφάλαια από την αυτοκρατορική περιουσία, ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, εφάρμοζε πολιτική κοινωνικής πρόνοιας. Με αυτές του τις ενέργειες κληρονόμησε την φήμη των μεγάλων φιλάνθρωπων αυτοκρατόρων. Όσον αφορά την Ιατρική και τη φαρμακευτική, υπήρξε αντιγραφικό και συλλεκτικό έργο. Συγκεκριμένα ο ακτουάριος του Ιωάννη Βατάτζη, Νικόλαος Μυρεψός, ολοκλήρωσε την «φαρμακοποιΐα» του με 2600 λήμματα. Σχετικά με το έργο του Νικόλαου Μυρεψού, ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Χέρμπερτ Χάνγκερ στο κεφάλαιο «Ιατρική» του συγγράμματός του «Βυζαντινή Λογοτεχνία», αναφέροντας τα παρακάτω: «Αδημοσίευτο παραμένει ακόμη το “Δυναμερόν”, ένα αντιδοτάριο (συλλογή συνταγών) του Νικολάου Μυρεψού) (= Παρασκευή αλοιφών), το οποίο σε 48 κεφάλαια περιείχε πάνω από 2.600 φαρμακευτικές οδηγίες». Ο καταγόμενος από την Αλεξάνδρεια Νικόλαος Μυρεψός έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη ως ακτουάριος, δηλ. αυλικός γιατρός, στη Νίκαια, αλλά έγραψε το έργο του μόλις ανάμεσα στο 1270 και το 1290. Το αξίωμα του ακτουάριου συνδέεται με το μεγάλο νοσοκομείο του παλατιού των Μαγγάνων στη βασιλεύουσα, και ήταν φορτισμένο με την επίβλεψη της διδασκαλίας της ιατρικής. Αυτό το αξίωμα επανεμφανίστηκε στη Νίκαια με παρόμοιες νοσοκομειακές ευθύνες όπως προ του 1204. Οι ξενώνες κατείχαν επίσης εξέχουσα θέση στην πνευματική αναβίωση, που στήριξε ο Ιωάννης Βατάτζης. Οι ξενώνες παραδοσιακώς εκπαίδευαν τους ιατρούς της Κωνσταντινούπολης και στέγαζαν εξειδικευμένες ιατρικές βιβλιοθήκες. Αυτό συνεχίστηκε και στη Νίκαια αποτελώντας μέρος του φιλανθρωπικού προγράμματος αλλά και συμβάλλοντας στην πνευματική αναβίωση της αυτοκρατορίας. Ο Τίμοθι Μίλλερ στο έργο του, «Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία», αναφέρει ότι «η κληρονομιά της Ελληνικής ιατρικής σοφίας θα ήταν πενιχρή, εάν οι χριστιανικοί ξενώνες δεν είχαν αφιερώσει μέρος των πόρων και της εργασίας τους στη διατήρηση των βιβλιοθηκών τους».
Κάθε χρόνο αποθήκευε σιτηρά και έτσι σε καιρούς πολέμου η αφορίας, μοίραζε τα αποθέματα στα λαϊκά στρώματα. Διαθέτοντας μεγάλα κονδύλια έχτισε σε όλη τη χώρα κάστρα και διάφορα άλλα ιδρύματα, απασχολώντας έτσι πολύ πληθυσμό, δίνοντάς τους εργασία και εξασφαλίζοντας την άμυνα του κράτους. Από τα παιδικά του χρόνια θαύμαζε το κάστρο της ιδιαίτερης πατρίδας του, τον καλέ του Διδυμοτείχου, του οποίου η οχύρωση υπήρξε μέρος των εκτεταμένων μέτρων ασφαλείας ενός άλλου μεγάλου αυτοκράτορα, του Ιουστινιανού. Για τον καλέ αυτό ο πρωτοδιορισθείς στο γυμνάσιο της πόλης, και μετέπειτα μεγάλος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, έλεγε ότι ο ιερός αυτός βράχος είναι η δεύτερη ακρόπολη της Ελλάδος. Η παιδική μνήμη του Ιωάννη, τον ενέπνευσε να ανοικοδομήσει τον ομώνυμο καντιφέ της Μικρασιατικής Σμύρνης, τον ξακουστό Σμυρναϊκό καλέ. Έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια όχι μόνο της Μικράς Ασίας, αλλά και τα Μοναστήρια του Σινά, της Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και της Κύπρου. Δεν μπορούσε βέβαια να αγνοήσει το περιβόλι της Παναγίας. Στην Ιερά Μονή Χελανδαρίου έκανε δωρεά δυο σταυρούς με Τίμιο Ξύλο. Στη περιοχή της Μικράς Ασίας, στη Μαγνησία, ο Ιωάννης Βατάτζης κατασκεύασε ναό και τον ονόμασε Σώσανδρα, αφιερωμένο στην Παναγία. Επίσης στη Νίκαια ανήγειρε ναό στη μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου. Η δε βασίλισσα Ειρήνη κατασκεύασε τον κεντρικό ναό της μητρόπολης των Προυσαίων κοντά στο όρος Όλυμπος και τον αφιέρωσε στον Τίμιο Πρόδρομο.
Δείγμα της ευλάβειας του Ιωάννη είναι ο τρόπος που υποδέχθηκε το 1231 τον αρχιεπίσκοπο Σερβίας Σάββα, ο οποίος τον επισκέφθηκε στη Νίκαια. Ο Ιωάννης και η βασίλισσα Ειρήνη τον υποδέχθηκαν με πολλές τιμές, και με κατάνυξη ασπάσθηκαν τα ιερά λείψανα που είχε μαζί του. Κατά την αναχώρηση του αρχιεπισκόπου με προορισμό τον Άθωνα, πρόσφεραν πολλά δώρα, όπως ιερά άμφια, σκεύη εκκλησιαστικά, τεμάχιο τιμίου ξύλου περιβεβλημένο με πολύτιμους λίθους, λείψανα αγίων και χρήματα για να διανείμει στους μοναχούς. Μαζί με όλα αυτά ο Ιωάννης μερίμνησε για τη μεταφορά του αρχιεπισκόπου στον Άθωνα με ένα καλώς εξοπλισμένο πλοίο.
Ενδεικτικό της ταπεινότητας και της ενσυνείδητης σεμνότητας του, είναι το ακόλουθο περιστατικό. Κάποτε συνάντησε στο κυνήγι το γιό του να φορά πολυτελή ρούχα με συνέπεια να αρνηθεί να τον χαιρετήσει και, όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα που φορούσε ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων στο λαό ανήκει!!. Κάποια άλλη φορά είχε πει στο γιό του, ότι ο Θεός μας έδωσε τους ανθρώπους για να τους προστατεύουμε και όχι για να τους χρησιμοποιούμε και να τους εκμεταλλευόμαστε. Όλες αυτές τις απόψεις του ο Ιωάννης τις μετουσίωνε και σε έργα, καθώς δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο, και κοιτούσε να παρέχει στους υπηκόους του ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες. Ο ίδιος ήταν το καλύτερο παράδειγμα, καθώς δεν έπαιρνε λεφτά από το κράτος ούτε για έξοδα παραστάσεως ούτε για μισθό, ούτε για τίποτε άλλο. Εισοδήματα είχε από την καλλιέργεια των κτημάτων του, που πολλές φορές μάλιστα τα δούλευε μόνος του, τα έσπερνε, τα θέριζε, και τα αλώνιζε. Πώς λοιπόν να μην τον αγαπά ο λαός του, αφού έβλεπε τον κυβερνήτη του να μοχθεί μαζί του; Έτσι και με αυτό τον τρόπο ζήταγε από τον λαό να αποφεύγει τα περιττά πράγματα και να κάνει οικονομία, επιβάλλοντας και με νόμους να μην αγοράζουν από το εξωτερικό είδη πολυτελείας, λέγοντας στο λαό πως τα δώρα του Θεού πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, στο έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία» αναφέρει σχετικά: «Ο ίδιος ο αυτοκράτορας ξεχώρισε ένα κομμάτι γής, αρώσιμο και κατάλληλο για αμπελουργία, τόσο μεγάλο, ώστε να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του αυτοκρατορικού τραπεζίου και εκείνες που απασχολούσαν τον φιλάνθρωπο και κοινωνικά ευαίσθητο αυτοκράτορα, δηλ. τα γηροτροφεία, πτωχοκομεία και νοσοκομεία που φρόντιζαν τους αρρώστους. Τη φροντίδα τους ανέθεσε σε ανθρώπους που είχαν καλή γνώση της γεωργίας και της αμπελουργίας και έτσι κάθε χρόνο είχε μεγάλη και άφθονη σοδειά καρπών. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, απέκτησε επίσης κοπάδια αλόγων, βοδιών, προβάτων και χοίρων και πολλά είδη εξημερωμένων πουλιών. Από αυτά εξασφάλιζε πλούσιο εισόδημα κάθε χρόνο. Το ίδιο συνιστούσε να κάνουν όχι μόνο οι συγγενείς του, αλλά και οι άλλοι ευγενείς. Επιθυμούσε να καλύπτει ο καθένας τις ανάγκες του από δικές του πηγές, έτσι ώστε να μη βάζει αρπακτικό χέρι στην περιουσία των φτωχών και ασθενέστερων τάξεων και έτσι η Ρωμαϊκή Πολιτεία να απαλλαγεί τελείως από την κοινωνική αδικία. Σύντομα οι αποθήκες είχαν γεμίσει καρπούς, ενώ οι δρόμοι και τα σοκάκια, οι μάντρες και οι σταύλοι μόλις μπορούσαν να χωρέσουν τα ζώα και τα σμήνη των πουλιών».
Η μεγάλη ιδέα της ανακτήσεως της βασιλεύουσας δεν βγήκε ποτέ από το μυαλό του τίμιου βασιλιά. Δεν επαναπαύτηκε στα πολλά άλλα κατορθώματά του. Γι’ αυτό εργάστηκε με ζήλο και πίστη προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Σώφρων, συνετός και προνοητικός στη πολιτική του, είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς. Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον ποιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και όλο το εκκλησίασμα προσευχόταν με χαρά γι’ αυτόν, ενδυναμώνοντάς τον για την επίτευξη του ιερού του σκοπού.
Ο λόγος που έμεινε στη ιστορία, σαν ο άνθρωπος που ένωσε τον μεσαιωνικό ελληνισμό, είναι γιατί κατόρθωσε να βάλει σε λειτουργία, άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ, όλες τις μεγάλες και σοφές ιδέες των προγόνων μας, όπως την ισονομία του Λυκούργου, την αξιοκρατία της Πλατωνικής πολιτείας, την φιλοπατρία και μαχητικότητα του Μεγαλέξανδρου, αλλά και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, την κοινοκτημοσύνη και το κοινωνικό έργο του Μ. Βασιλείου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, οι οποίοι έθεσαν τη βάση της οργάνωσης της κοινωνίας της ισότητας και του απόλυτου σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά και όλων των πατέρων της Ορθοδοξίας. Αξίζει να σημειωθεί η άποψη του Γιάννη Κορδάτου σχετικά με το καθεστώς διακυβέρνησης του βασιλείου της Νίκαιας επί των ημερών του Ιωάννη Βατάτζη: «Επέβαλε ένα καθεστώς που δεν ήταν απόλυτη μοναρχία, αλλά συγκεντρωτική δημοκρατία. Μέσα στα ιστορικά πλαίσια του καιρού του με τα μέτρα που πήρε σταμάτησε τις αρπαγές και καταπιέσεις που γίνονταν άλλοτε από τους φεουδάρχες. Βέβαια από τα στοιχεία που έχουμε, δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως δεν υπήρχαν μεγαλοκτηματίες και αριστοκράτες. Τέτοιοι υπήρχαν. Δεν είχαν όμως τη δύναμη να εκμεταλλεύονται, όπως παλαιότερα, τη φτωχολογιά και να αρπάζουν τα χωράφια και τ’ αμπέλια της».
Ο φιλόχριστος βασιλεύς υπήρξε μεγάλη και ξεχωριστή προσωπικότητα για τον μεσαιωνικό Ελληνισμό. Κύριος σκοπός του ήταν να βοηθάει τον λαό του, αλλά και να επιτύχει την επίτευξη της μεγάλης ιδέας, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή: Ιωάννου Α. Σαρσάκη, Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης – Ο άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», 2η Έκδοση, Συκιές Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2010
pemptousia.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου