…H σύγχρονη αυτή και πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική και πολιτική κρίση πού βιώνουμε ως Έλληνες είναι πρωταρχικά μία κρίση ταυτότητος• μια κρίση αυτοσυνειδησίας και αυτοπροσδιορισμού. Μία σύγχυση, δηλαδή, και μία αμφισβήτηση των αρχών, των πιστευμάτων μας, των προτεραιοτήτων, των στόχων και των επιδιώξεων πού θέτουμε στην ζωή μας και των τρόπων πού χρησιμοποιούμε για να τα επιτύχουμε. Μία αναζήτηση και μία αγωνία για τα ουσιώδη και τα σημαντικά τής ζωής, γι’ αυτά πού μάς δίνουν χαρά, πού ξεκουράζουν και γεμίζουν την ψυχή μας, πού μάς προσφέρουν σκοπό και νόημα βίου, πού μάς χαρίζουν εν τέλει την ευτυχία.
…Ο λαϊκός βίος των Ελλήνων ήταν πάντοτε ταυτισμένος με τον εκκλησιαστικό βίο. Η δουλειά και η σχόλη του, η γιορτή και η καθημερινότητά του είχαν την αναφορά τους στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας. Τα πανηγύρια του και οι χαρές του ήταν οι μνήμες των άγιων και οι μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας. Την αναψυχή και την ανάπαυση του την έβρισκε στα ξωκκλήσια και τα μοναστη¬ράκια, στις Θείες Λειτουργίες, τις αρτοκλασίες και τις λιτανείες.
Αυτό πού, επίσης, γνώριζε καλά και βίωνε ό λαός μας –διδαγμένος από τον Αριστοτέλη ακόμη και την αρχαία ελληνική σοφία– ήταν η αίσθηση του μέτρου. Η ευλογημένη, δηλαδή, και πάντοτε επιτυχημένη, μεσότης• η απλότητα, η λεπτή ομορφιά, η λιτή και απέριττη έκφραση• το μεράκι και η φιλοκαλία σε όλες τις πτυχές τής τέχνης του• το μέτρο στην ζωή, στις απολαύσεις, στις δραστηριότητες, στις εκδηλώσεις, στις επιδιώξεις, στα κέρδη.
Αυτό το μέτρο στην ορθοδοξία εκφράζεται με την χαρμολύπη, με την σταυροαναστάσιμη πορεία του κάδε ανθρώπου, με την καρτερικότητα και την υπομονή στις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Εκφράζεται με την συμφιλίωση και την υπομονή στις δυσκολίες και τον πόνο, με την ανακάλυψη του αληθινού νοήματος του πόνου, πού πάντοτε είναι ωφέλιμος και ευεργετικός για την ζωή μας.
«Εκείνο πού τούς μάγευε -έλεγε ο Κόντογλου για τούς απλούς ανθρώπους του λαού μας- ήτανε η ελπίδα της αθανασίας πού βγαίνει από την ορθοδοξία και πού τα σκεπάζει όλα με την χαρούμενη πνοή της. Η χαρά του Χριστού είναι ένα άνθος πού φυτρώνει μονάχα στις καρδιές πού πονούν». Και όπως μας λέει και ο σύγχρονος Γέροντας Μωϋσής Αγιορείτης: «ο πόνος είναι το χνώτο τού Θεού στην ζωή μας».
Τίποτε, άλλωστε, δεν είναι μονόπλευρο και μονοδιάστατο στην ζωή μας. Όλα εναλλάσσονται και αλληλοπεριχωρούνται, όλα έρχονται και παρέρχονται. Δόξα και πάθος, χαρά και θλίψη, ανάπαυση και πόνος, ηδονή και οδύνη, πλούτος και πτωχεία, ευτυχία και δυστυχία αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη μέσα στην ζωή και την καθημερινότητά μας. Δρούνε και συνυπάρχουν μέσα στις ίδιες στιγμές, αφήνοντας κάδε φορά την δική τους γλυκιά ή πικρή αίσθηση. Η απολυτοποίηση, όμως, αυτών των αισθημάτων και των καταστάσεων οδηγεί στην μιζέρια και τον μαρασμό, πού συναντούμε στους νεοέλληνες.
«Γι’ αυτούς, έγραφε ο Κόντογλου, η λύπη είναι λύπη, δηλαδή ένα πράγμα πικρό κι’ απελπιστικό, κ’ η χαρά είναι χαρά, ένα πράγμα ευχάριστο, πού ικανοποιεί τον εγωισμό τους. Δεν είναι σε θέση να καταλάβουν τον Δαυίδ, πού λέγει στον Κύριο: «εν θλίψει επλάτυνάς με», δηλαδή «με την θλίψη άνοιξες την καρδιά μου».
Εδώ βρίσκεται, πιστεύουμε, η βασική αιτία της σύγχρονης απαξίας και παρακμής, πού βιώνουμε ως λαός και ως χώρα. Απεμπολίσαμε αρχές και αξίες, αλλάξαμε ήθη και συμπεριφορές, θέσαμε άλλους στόχους και προτεραιότητες, νοθεύσαμε τα μέσα και τις διαδικασίες, απωλέσαμε το μέτρο, εγκαταλείψαμε την χαρμολύπη. Βγάλαμε τον Θεό από την ζωή μας και επιχειρούμε να τον γνωρίσουμε με την ανθρώπινη λογική μας, η οποία φθάνει, όμως, στην ανάγκη τής πίστεως, αλλά όχι στον ίδιο τον Θεό. Τον Θεό τον γνωρίζουμε με τον νου και την καρδιά.
Και γίναμε κοπιώδεις εκζητητές του εύκολου και γρήγορου και πολλές φορές αθέμιτου κέρδους, τής ευμάρειας, τής άνεσης, τής ευκολίας, τής καλοπέρασης, του καταναλωτισμού. Ποδοπατήσαμε αρχές, δεσμούς, δίκαια, γραπτούς και άγραφους νόμους, φιλίες, οικογένειες, ανθρώπους. Κλειστήκαμε στον εαυτό μας, στον ατομισμό μας, στο ιδιωτικό μας συμφέρον. Αποκοπήκαμε από τούς οικείους μας, τούς συναδέλφους μας, τούς γείτονές μας, τούς συντοπίτες μας. Γίναμε αγχώδεις, νευρικοί, άφιλοι, μονίμως βιαστικοί, κουραστικοί και κουρασμένοι. Γίναμε αλαζόνες, αυτάρκεις και μο¬νίμως αυτοδικαιωμένοι.
Κι όλα αυτά με τίμημα την απώλεια του ίδιου του εαυτού μας, της συνειδήσεώς μας, της ψυχικής μας ηρεμίας και ισορροπίας, της προσωπικής, οικογενειακής και κοινωνικής μας γαλήνης και ευτυχίας.
Ξορκίσαμε από την ζωή μας τον πόνο και την θλίψη και κάθε τί πού μάς θυμίζει τον θάνατο, αντιπαρήλθαμε τον κόπο και την προσπάθεια, ορθώσαμε γύρω μας χάρτινους πύργους μιας επίπλαστης ευημερίας και μίας εικονικής ευτυχίας. Μιας ευτυχίας και μιας ευημερίας, πού εξαντλείται σε οικονομικά μεγέθη και τεχνική πρόοδο, με ελάχιστο αντίκρισμα στην ψυχική μας χαρά και την προσωπική ανακούφιση και εσωτερική μας ανάπαυση. Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με μοναδική και μόνιμη μέριμνα την εγκεφαλική μόρφωση, αφήνοντας ατροφική και διψασμένη την ψυχή τους.
Ξεχάσαμε την παράδοσή μας, ξεχάσαμε την πίστη μας, ξεχάσαμε την Ελλάδα! Γιατί, όπως μάς λέει ο Κόντογλου: «Όποιος μετρά την ευτυχία και την χαρά της ζωής με τα χοντροειδή μέτρα της υλικής καλοπέρασης, δεν θα καταλάβει τίποτα απ’ την Ελλάδα».
Απόσπασμα από την ομιλία,
ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Δρόμοι πού χαράξαμε… Για να ακολουθούμε
Αρχιμ. Αθανασίου Αναστασίου
Προηγουμένου Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου Αγίων Μετεώρων
Ομιλία στο Πανκαλαμπακιώτικο Χοροστάσι (10-7-2011)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου