«Πέρασε κιόλας ο βασιλικός στρατός μας, ο καστροπορθητής, στην απέναντι χώρα, τη γειτονική, με γεφύρι σχοινόδετο τον Ελλήσποντο ζεύοντας, φτιάχνοντας ξυλοκάρφωτο διάβα στον τράχηλο του Πόντου.
Της πολύανδρης Ασίας ο ανίκητος άρχοντας, σ’ όλη τη γη σπέρνει το θείο στράτευμά του και από την στεριά με πεζούς και από τη θάλασσα με καράβια. Και για όλα καμαρώνει. Σαν παιδί χρυσής γενιάς, ωσάν ισόθεος.
Με μάτια αγριεμένα σαν του δράκοντα-φονιά. [...] Κανείς δεν θα βαστάξει σε τούτη την κοσμοπλημμύρα του στρατού ενάντια να φράξει με οχυρά το ανίκητο πέλαγος. Των Περσών ο λαός κι ο στρατός ο δυνατός, δε μπορεί να χάσει.
Του θεού την απάτη την άλυτη, ποιος θνητός θα λύση; Ποιος πατώντας γερά και πηδώντας θα ξεφύγει; Με τη γλυκιά της όψη, στην αρχή τον ξεγελά η Άτη τον άνθρωπο. Και τον ρίχνει στα δίχτυα. Απ’ αυτά δεν υπάρχει διαφυγή για τον θνητό».
Αισχύλος, «Πέρσες», 65-80
Ο Αισχύλος αποτελεί προσωπικότητα που δεν μπορείς καν να αποπειραθείς να την ζηλέψεις. Το δέος απέναντί του ακυρώνει κάθε άλλο συναίσθημα. Ήταν μια από τις ολύμπιες κορυφές του ελληνικού Λόγου και άνθρωπος που είχε γευτεί εμπειρίες, που δεν μπορούν να προσεγγιστούν, υπό καμία έννοια: Πολέμησε στον Μαραθώνα. Σε ελάχιστους Έλληνες κλήρωσε το λαχείο τέτοιας τιμής. Ο αδελφός του, Κυναίγειρος, σκοτώθηκε στην τιτάνια αναμέτρηση όταν προσπάθησε να κρατήσει περσικό πλοίο με τα χέρια του(!) την ώρα που αυτό προσπαθούσε να αποπλεύσει. Ο Αισχύλος ήταν επίσης μύστης των Ελευσινίων. Γεύτηκε, με λίγα λόγια, σπάνια ποικιλία νέκταρ από το κέρας των θεών, οι οποίοι εκείνοι την περίοδο έκαιγαν με το φως του τόπου μας τα σκότη ανατολής και δύσης. Γι' αυτό και κάθε λέξη του αποτελεί αντικείμενο μελέτης και περίσκεψης. Οντότητες σαν τον Αισχύλο δεν έγραφαν για να κάνουν... καριέρα. Οι τραγωδίες, άλλωστε, δεν «παίζονταν» αλλά «διδάσκονταν». Μαθήματα τις θεωρούσαν οι πρόγονοί μας. Τι διδάσκει το απόσπασμα των «Περσών» που παρατέθηκε προηγουμένως;
Μεγαλείο
Στην τραγωδία αυτή ο Αισχύλος περιγράφει με ευγένεια πρωτόγνωρη και μεγαλοψυχία τον σπαραγμό των Περσών, εκείνων που πολέμησε και νίκησε. Ο Ελευσίνιος μύστης υποχρέωσε τους Έλληνες, με το μεγαλείο της αλήθειας και του βάθους του Λόγου του, να νιώσουν τον πόνο των εχθρών τους. Οι μελωδικές εναλλαγές των λέξεων του έργου λειτουργούν σαν φρυκτωρίες, σαν πυρσοί που φωτίζουν τις μεγαλόπρεπες αίθουσες στο ανάκτορο του Ξέρξη. Εκεί ο θεατής βλέπει τον χορό, τους σεβάσμιους γέροντες της αυλής, να ανησυχούν για το μέλλον της εκστρατείας τους εναντίον της Ελλάδας. Η περιγραφή των δυνάμεων που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Μεγάλο Βασιλέα είναι εντυπωσιακή. Κόβει την ανάσα. Προκαλεί ανατριχίλα σε όσους αποφασίζουν να ξαναζήσουν με το νου τους (ως Έλληνες) την αθάνατη σύγκρουση. Μεγαλείο αντάξιο της περίστασης. Και ο φόβος των γερόντων είναι... αντάξιος της αλαζονείας του Ξέρξη. Η επίγνωση που τους χάρισαν τα χρόνια, τους κατέστησε ικανούς να προβλέπουν την συντριβή την ώρα που όλα προδιαγράφουν θρίαμβο. Αυτό είναι ένα από τα ανεκτίμητα διδάγματα των «Περσών» του Αισχύλου.
Μετά την ύβρη
Η κοσμοθέαση των προγόνων μας, παρόλο που σε πολλά ζητήματα προσέφερε ποικίλες απαντήσεις, στο ζήτημα της ύβρεως ήταν σταθερή, σαφής και μία. Κάθε απόπειρα θνητού να εξισωθεί με τους θεούς, υπερεκτιμώντας την ισχύ και τις δυνατότητές του και προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του, τιμωρείτο με τρόπο απόλυτο και ποινή αφόρητη. Μετά την επίδειξη αλαζονείας (Ύβρις) ακολουθούσε η Άτη, η τύφλωση της συνείδησης. Ο επηρμένος, μεθυσμένος από την πρόσκαιρη δύναμή του, έπεφτε στα δίχτυα της και δεν μπορούσε να δει την συμφορά που δημιουργούσε ο ίδιος. Γι' αυτό διέπραττε ακόμα μεγαλύτερη ύβρη και δεχόταν την εκδίκηση των θεών (Νέμεσις). Η Τίσις, στο τέλος του κολασμού του, σήμαινε την απόλυτη συντριβή, τον αφανισμό του. Η γεύση της νίκης, πολύ συχνά, είναι η παραπλανητική αίσθηση από το δηλητήριο της αλαζονείας που χαρίζει στον μεθυσμένο τον οριστικό θάνατο της προσωπικότητάς του.
Οι Έλληνες
Το έθνος μας και ο θεοβάδιστος τόπος μας ειδικεύονται στον καταποντισμό των ναυαρχίδων των ασεβών ονείρων. Οι Πέρσες πάντα ξεκινούν σίγουροι και ενθουσιώδεις για να καταλήξουν καραβοτσακισμένοι δίπλα στα κουφάρια των πλοίων του Μαρδόνιου που κατάλαβε πόση μεγάλη είναι η ταραχή της θάλασσας κοντά στον Άθω. Το δράμα των επηρμένων το κατανοούμε καλά εμείς γιατί ξέρουμε από την αυγή του πολιτισμού να γράφουμε το τέλος τους. Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν.
adiavroxoi.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου