Ο μέγας δούκας της Πόλης τις μέρες της Άλωσης, Λουκάς Νοταράς.Επέζησε από την σφαγή και είχε τεθεί σε κατ΄οίκον περιορισμό.Μερικές μέρες μετά την Άλωση και πάνω στο γλέντι ο πορθητής Μωάμεθ ζήτησε να του φέρουν τον μικρό γιό του Νοταρά για να ασελγήσει πάνω του κατά τα οθωμανικά έθη.
Ο Νοταράς αρνήθηκε και τότε ο Μωάμεθ τον αποκεφάλισε, αφού πρώτα είχε θανατώσει με τον ίδιο τρόπο τους δύο γιούς του μπροστά στα μάτια του, όπως είχε ζητήσει ο ίδιος ο Νοταράς για να μη δειλιάσουν και αλλαξοπιστήσουν
«Σύννους και βλοσυρός καθόταν ο Λουκάς Νοταράς στο τρίκλινον του οίκου του, βυθισμένο κι αυτό σ' ένα ζοφερό ημίφως.
Εσπερινός κι έδυε η τρίτη ημέρα της σφαγής, αμέ να 'ρθεί η νύχτα να σταματήσει, κατά τα ειωθότα, το κακό κι όποια ψυχή γλύτωσε, εγλύτωσε...
Σκοτεινός στην όψη ο κυρ Λουκάς Νοταράς, κρύωνε μέσα στη μεταξωτή του ρόμπα· παρ' ότι Ιούνιος πλέον, το μαγκάλι στα πόδια του τραπεζιού δίπλα του αναμμένο από νωρίς. Ομως ούτε την κρύα καρδιά του άρχοντα Νοταρά μπορούσε να ζεστάνει ούτε με τη θαλπωρή του να αποδιώξει το γκρίζο ψύχος που σκέπαζε το ευρύχωρο δωμάτιο, λες κι εκεί μαζεύονταν βρίσκοντας καταφύγιο τα φαντάσματα όσων ακόμα οι Τούρκοι έσφαζαν στους δρόμους της αιμάσουσας Βασιλεύουσας.
Οι οιμωγές των τελευταίων -άμποτες να 'ταν οι τελευταίοι νεκροί- μπερδεύονταν με τις σκέψεις του κυρ Λουκά Νοταρά και τις έκαναν ακόμα πιο θολές. Ετσι κι αλλοιώς σε βαθειά σύγχιση διατελούσε ο Συγκλητικός, σκόρπιες οι σκέψεις του, μία τον πήγαιναν εδώ μία τον έφερναν απ' αλλού, δεν μπορούσε να τις συγκεντρώσει σε μια σειρά ορθή, κάπου ο νους του να οδηγηθεί και τα αισθήματά του να βρουν σχήμα και τάξη.
Τι άλλο δηλαδή να είχε κάμει;
Δεν μπορούσε να σταθεί άλλο η Πόλις.
Θυμήθηκε τις τελευταίες ορμήνειες του Γεμιστού στον Παλαιολόγο: "διδάσκεται η ανδρεία· και η αρετή διδάσκεται". Κουβέντες.
Δεν μπορούσαν άλλο οι Γραικοί· έπρεπε να μετρήσουν τα πράγματα, αν δουν τι θα μπορούσε να σωθεί. Πώς θα συνεχίσει το Γένος, να μη χαθεί. Αυτό έκανε και ο κυρ Λουκάς Νοταράς. Τα μέτρησε
τα πράγματα. Ας δούμε το εφικτό. Δεν υπήρχε μόνον η μαύρη πλευρά των πραγμάτων. Δεν ήταν απολύτως ξένος ο Αμιράς, ρωμιάς μάνας παιδί ήταν. Αλλωστε στα πόδια του τον μεγάλωσε ο κυρ Νοταράς τον τωρινόν Πορθητή. Πρώτος στα ελληνικά ο μικρός πρίγκηπας, πρώτος στ' άρματα, δεύτερη πατρίδα του η Πόλη, όπως όλων εξάλλου των Οσμανλήδων πριγκήπων που έρχονταν από γενιές τώρα στην Κωνσταντίνου Πόλη να λάβουν μόρφωση.
Μόνον που ο Μωάμεθ διέφερε! Αητός στα φερσίματα, γεράκι το μάτι του, λιοντάρι στα αθλήματα, θεριό σε όλα του. Αχόρταγος. Εβλεπε την Πόλη γύρω του και την έπαιρνε.
Να 'ταν Χριστιανός, αναστέναζε ο Νοταράς, να 'ταν Χριστιανός ένα τέτοιο πριγκηπόπουλο και η άπαρτη Πόλη θα ζούσε άλλα χίλια χρόνια.
Φρούδες ελπίδες. Φενάκες. Οι καλύτεροι των Χριστιανών πριγκήπων ήδη υπηρετούσαν υπό τους Οσμανλήδες απ' τον καιρό των πατεράδων τους. Ηταν γραφτό να γίνει ό,τι έγινε.
***
Ανάσαινε βαρειά και βαρειανάσαινε ο Νοταράς, φύσαγε ξεφύσαγε και συγχιζότανε. Χίλιες φορές τα είχαν κουβεντιάσει όλα αυτά με τον Σχολάριο κι άλλους άρχοντες -δεν γυρνούσε το ποτάμι πίσω.
Εις μάτην ο Παλαιολόγος! Κι όλες του οι προσπάθειες με τους Φράγκους - νταραβέρια με φίδια. Οι Φράγκοι! αυτοί οι δαίμονες που έκαναν την Πόλη χοιροστάσιο! σαν την πίστη τους! Αυτά τα αντίχριστα σερπετά που να τους κάψει ο Θεός όταν κοπάσει η οργή του με τις δικές μας αμαρτίες.
Απ' το ένα στ' άλλο πέταγε ο νους του Λουκά Νοταρά. Οχι δεν ήθελε η Πόλη να τουρκέψει. Μα αν γινόταν το κακό, έπρεπε να βρεθεί μια άκρη, κάποιοι να φέρουν τον Σουλτάνο από δρόμο. Εκτός απ' την πίστη σ' όλα τα άλλα Ρωμαίος ήταν, στην ελληνική λαλιά κυβερνάνε και οι Οσμανλήδες· Χριστιανούς κυβερνάνε. Σουλτάνος για τους Τούρκους, βασιλιάς για τους Ρωμαίους, κάπως θα διευθετηθεί το πράγμα, δεν θα χαθούμε, δεν πρέπει να χαθούμε, δεν το θέλει κι ο Θεός. Υπάρχει ελπίδα.
Στέναζε ο κυρ Λουκάς Νοταράς. Δάκρυσε. Κόκκινα τώρα απ' το αίμα τα κόκκινα αρβυλίδια του Παλαιολόγου, τον στοίχειωναν. Βρήκαν το σώμα του νωρίς-νωρίς οι Τούρκοι· και το έδειχναν στην Πόλη, να αποσώσουν τις ελπίδες των Ρωμαίων. Πέφτει και η νύχτα να τελειώσει η σφαγή, να πάρει την Πόλη στα χέρια του ο Σουλτάν Μεχμέτ, να μπει τάξη, να ξαναρχίσουμε...
***
Λίγες μέρες μετά, άδειο από σκέψεις το κεφάλι του κυρ Νοταρά, ότι κομμένο και πεταμένο στους δρόμους.
Δεν ήταν τιμή για τον Συγκλητικό Νοταρά οι κόρες του και τ' αγόρια να κορέσουν το κρεβάτι του Σουλτάνου;
- Καλά! Χαλάστε τον.
Καμμιά πρεμούρα για φερσίματα βασιλιά δεν είχε ο Σουλτάνος. Σιγά τους καίσαρες και τα λοιπά αποκαΐδια της ιστορίας. Ξεμωράματα. Από κάτι τέτοια κατάντησαν έτσι οι ρωμιοί. Ψωροφαντασμένοι και ψηλομύτηδες, καλά κάνανε κάποτε οι βασιλιάδες τους και τους κόβανε τη μύτη...
Τώρα, καλό είναι να τους κόβουμε τη γλώσσα -ροδάνι πάει.
Και το κεφάλι -άδειο είναι...».
trelogiannis.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου