Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Η γερή σοδειά

Έφυγε ορθός, είπα, ο Λυκούργος. Περήφανος, πρέπει, και ευτυχής, για το τεράστιο ερευνητικό, διδακτικό, ερμηνευτικό, αλλά και συνθετικό έργο του. Ευτυχής, και χορτάτος πρέπει, καθώς έζησε πλούσια την αναγνώριση. Μαθητής του Σίμωνα Καρά, του ανθρώπου που επανασύνδεσε το κομμένο νήμα με την παλαιά παράδοση, διέδωσε τη μέθοδο του Δασκάλου μέσα από τα ωδεία, όπου ώς τότε η εκδυτικισμένη βυζαντινή διδασκόταν με πιάνο, έπειτα με τους μαθητές του, που εξαπλώθηκαν παντού, σ’ όλη την Ελλάδα και σε πλήθος ξένες χώρες, ψέλνοντας αλλά και διδάσκοντας τώρα κι αυτοί, στήνοντας κι αυτοί χορωδίες, με πλούσια ήδη δισκογραφία, στο Αγρίνιο ο Ανδρέας Λανάρας, εδώ και στο Βατοπέδι ο Κώστας Αγγελίδης, συνεχίζοντας την έρευνα και τις εκδόσεις, ο Γιώργος Κωνσταντίνου κ.ά.

Άφησε πλήθος ηχογραφήσεις με σπάνιους θησαυρούς, πολλούς άγνωστους πριν, της βυζαντινής μουσικής, αλλά και της αρχαίας ελληνικής, και του παλαιορωμαϊκού μέλους, ακόμα και της σύγχρονης μουσικής, σαν σολίστ, αλλά κυρίως με το ακριβότερο παιδί του, την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία. Με την οποία ταξίδεψε επί 36 χρόνια τη βυζαντινή μουσική σ’ ολόκληρο τον κόσμο, από την Ιταλία ώς τη Χιλή, από την Πολωνία ώς το Αζερμπαϊτζάν, πάνω από 1.000 συναυλίες σε πάνω από 80 χώρες.

Διευθυντής με μοναδική τεχνική, στην απαιτητική βυζαντινή μουσική, με τις ποικίλες θέσεις και αναλύσεις: «σπάνια συναντάς τέτοια διεύθυνση, και σε κορυφαίους μαέστρους της δυτικής μουσικής», μου έλεγε καθηγητής μουσικολογίας, και θυμήθηκα ένα ταξίδι στη Ρωσία το 1991, όπου μας βρήκε, σύμπτωση, το πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ, μας πήγαν κάποια μέρα σε κάτι εξοχές, γύριζαν ένα ντοκιμαντέρ για κάποιο ρωσικό τηλεοπτικό κανάλι, κάποια στιγμή μάς βάλαν να καθίσουμε σε κάτι βράχια: «Ψάλτε κάτι» μας είπαν, τι να ψάλουμε, πάρτες δεν είχαμε, είπαμε όμως το κράτημα του Ιωάννου, κρατήματα είναι τα «τεριρέμ» που λέμε, συλλαβές δίχως νόημα, άρα δεν έχεις κείμενο να σε βοηθάει, το είπαμε όμως μια χαρά, όχι τόσο επειδή το ξέραμε απέξω όσο επειδή μας καθοδηγούσαν με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια τα χέρια του Λυκούργου.

Γράφτηκαν πολλά τούτες τις μέρες· το συνθετικό του έργο ήθελα να επισημάνω τώρα, το σχεδόν παραγνωρισμένο ή πάντως παραμελημένο κι από τον ίδιο. Που ποτέ δεν του αφιέρωνε ούτε γραμμή στο βιογραφικό του. «Μάζεψε σ’ έναν τόμο τα δοξαστικά σου», του έλεγα, όταν σε διάφορους εσπερινούς των πιο απίθανων αγίων, τσουπ, έβγαζε απ’ την τεράστια τσάντα-θησαυροφυλάκιο εξαίσια τονισμένο το δοξαστικό του εσπερινού, συν το λεγόμενο «των αποστίχων». Αλλά και Εκλογές στίχων, στη μνήμη των αγίων Αποστόλων, στην εορτή των Χριστουγέννων κτλ., και άλλα έργα, που λίγα όμως παρουσίαζε σε συναυλίες, κι ακόμα λιγότερα αποτυπώθηκαν σε κασέτες ή δίσκους. Τι να πρωτοπρολάβει, διαμαρτυρόταν. Καλά, Λυκούργο, φτάνει, ξεκουράσου!

Είπα για τη θηρία τσάντα, την τσάντα απ’ όπου ανέσυρε θησαυρούς, μουσικά χειρόγραφα, ηχογραφήσεις από συναυλίες του ή ακολουθίες, παλιά σε κασέτες, έπειτα σε σιντί: αυτό το ’χεις; ετούτο; σ’ το ’χω δώσει; Κι όταν τέλειωνε η πρόβα, πάντα μετά τις δέκα, δέκα και μισή το βράδυ, κάτι να πει έπειτα στον έναν, κάτι στον άλλο, αμάν, Λυκούργο, κοντεύει εντεκάμισι πια, και στο αυτοκίνητο, βάζαμε την κασέτα ή το σιντί κι ακούγαμε: και το χαιρόταν σαν μικρό παιδί: άκου εδώ, κι αυτήν εδώ τη φράση, άκου κι αυτό, ωραίο δεν είναι; είδες το τέμπο; ενώ ενδιάμεσα, κατάκοπος πια, αποκοιμόταν· φτάναμε κάποτε κάτω απ’ το σπίτι του, αρχή Κυψέλης τότε, ο δρόμος έκανε μέσα και μπορούσες να σταθείς λίγο, τι λίγο, ώρα ολόκληρη· και πράξη δεύτερη: μισό λεπτό, ν’ ακούσουμε κι αυτό, και κατεβαίνω, άρχιζε το κομμάτι, αποκοιμόταν, και με την περίφημη ικανότητά του, γνωστή στους παλιούς ιδίως της χορωδίας, από την αγρυπνία στο Σινά λ.χ., που με την τελευταία νότα του άλλου χορού, οπ, άνοιγε τα μάτια, και άρχιζε να ψέλνει, έτσι και τώρα, με την τελευταία νότα του κομματιού, ξυπνούσε αυτόματα, και: κάτσε ν’ ακούσουμε και λίγο απ’ το άλλο, ξανάκλειναν τα μάτια, με τα πολλά κατέβαινε, κι ήξερα πως απάνω, στο σπίτι του, θα ’πεφταν και μερικά τηλεφωνήματα, φιλικά-συμβουλευτικά, επαγγελματικά, διάφορα, κι απ’ το πρωί ο ίδιος κύκλος. Με τη θηρία τσάντα να οργώνει, συχνά με τα πόδια, την Αθήνα, από το ’να ωδείο στο άλλο, στην εκκλησία, σ’ άλλα μαθήματα, στην πρόβα, και βεβαίως σε συναντήσεις, επαφές, οργανωτικά για συναυλίες, για τα ταξίδια, όλα τα διοικητικά, τα πάντα από τα χέρια του περνούσαν: θαύμα αντοχής –και αποτελεσματικότητας! Φτάνει, Λυκούργο, φτάνει, ξεκουράσου!

yannisharis.blogspot.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου