Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Κατακτητές, τουρίστες και ταξιδιώτες

Η πεμπτουσία της βαρβαρότητας: Καταστρέφουμε όσα δεν φτάνουμε και ό,τι δεν έχουμε

«Ηταν το όνειρο της ζωής μου να μου επιτραπεί να δω το Παρίσι. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια την ευτυχία μου που εκπληρώθηκε αυτό το όνειρο» μου είπε ο Χίτλερ. Τον λυπήθηκα λίγο. Τρεις ώρες συμπλήρωσε στο Παρίσι, την πρώτη και τελευταία φορά που αξιώθηκε να το δει, και ένιωσε ευτυχία επειδή στάθηκε στο ύψος των θριάμβων του. [...] Κι ύστερα από λίγο, μου δήλωσε: «Μα, δεν ήταν όμορφο το Παρίσι; Ομως, το Βερολίνο πρέπει να γίνει πολύ πιο ωραίο. Στο παρελθόν αναρωτιόμουν αν δεν θα έπρεπε να καταστρέψουμε το Παρίσι» συνέχισε ήρεμα, λες και έλεγε το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο. «Αλλά, όταν ολοκληρώσουμε τα έργα στο Βερολίνο, το Παρίσι θα είναι πια μια σκιά. Οπότε, γιατί να το καταστρέψουμε;»
Αλμπερτ Σπέερ, «Μέσα στο Τρίτο Ράιχ - Τα Απομνημονεύματά Μου», εκδόσεις The Macmillan Company, σελ. 172

Τον Ιούνιο του 1940, ο Αδόλφος Χίτλερ βρίσκεται σε ψυχολογικό, πολιτικό, ιστορικό και στρατιωτικό ζενίθ. Εχει κατακτήσει διά περιπάτου τη Γαλλία, τη χώρα που τον ταπείνωσε προσωπικά ως Γερμανό και ως στρατιώτη, και σπεύδει στο Παρίσι για να το δει και να φωτογραφηθεί. Οπως ακριβώς ο κυνηγός του σαφάρι με το σκοτωμένο από εκείνον ζώο. Τις σκέψεις του για την Πόλη του Φωτός τις εκμυστηρεύεται σ' ένα από τα ινδάλματά του: τον Αλμπερτ Σπέερ. Ο Σπέερ δεν ήταν απλός φίλος ή πολιτικός συνεργάτης του εκλεγμένου Γερμανού καγκελάριου, αλλά ένα πρόσωπο σχεδόν ιερό - τουλάχιστον πριν από την κατάρρευση του Γ' Ράιχ.

Η πίστη στο έργο του και η καλλιτεχνική «συγγένεια» που ένιωθε τον ώθησαν να αναθέσει στον Σπέερ τον επανασχεδιασμό του νέου, αυτοκρατορικού Βερολίνου. Η οικογένεια Σπέερ ειδικεύεται στις αναθέσεις. Το αρχιτεκτονικό γραφείο Σπέερ και Συνεργάτες όχι μόνο λειτουργεί ακόμα, αλλά ανέλαβε κι ένα σωρό έργα για λογαριασμό της Κίνας, όταν εκείνη οργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008.

Παρά την αρμονική συνύπαρξη του Σπέερ με τον κορυφαίο θηρευτή της ναζιστικής ζούγκλας, ο αρχιτέκτονας δεν κατάφερε να αποφύγει να νιώσει φόβο, όταν άκουγε τον Χίτλερ να μιλά με παρανοϊκό φθόνο για το Παρίσι, που ονειρευόταν και ήθελε να καταστρέψει.

Μειονεξία

Η ζήλια για έναν τόπο που θεωρείται αισθητικά, ιστορικά και πολιτισμικά απρόσιτος πάντοτε εκδηλώνεται με δύο τρόπους: με την απόπειρα «κατοχής» του ή καταστροφής* του. Ο Χίτλερ άντεχε στην ιδέα να μην καταστρέψει το Παρίσι μόνο αν το Βερολίνο σηκωνόταν λίγο πιο ψηλά από αυτό, αν το ξεπερνούσε. Αυτό είναι και η πεμπτουσία της βαρβαρότητας: να καταστρέφουμε όσα δεν φτάνουμε και ό,τι δεν έχουμε.

Η κατοχή, μια και δεν μπορούν όλοι οι τουρίστες να ηγηθούν στρατευμάτων που εισβάλλουν, γίνεται με συμβολικό τρόπο: με τις αναρίθμητες φωτογραφίες. Σε κάθε σημαντικό τόπο του προορισμού, ο ειρηνικός εισβολέας ποζάρει ξανά και ξανά, δίχως καν να εξετάζει πού βρίσκεται και για ποιον λόγο. Κραδαίνει το «σέλφι στικ» σαν δόρυ που σκοτώνει τον ανώτερο δράκοντα του αρχαίου κόσμου.

Τοποθετεί το πρόσωπό του δίπλα σε προτομές, χρησιμοποιεί ως φόντο ναούς, αψίδες, πύργους, αγάλματα και αφήνει το αποτύπωμά του πάνω σε μια Ιστορία που δεν συνδημιούργησε ούτε ενδιαφέρεται να μάθει. Ο άοπλος επιδρομέας, ίσως δίχως να το καταλαβαίνει, όταν αρχίσει να νιώθει μειονεκτικά σε σχέση με το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε, συμπεριφέρεται με ένταση. Χαχανίζει, φωνασκεί, καταναλώνει ύλη με πάθος και αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι να ασχοληθεί... κανονικά με τον χώρο και τους ανθρώπους που βλέπει για πρώτη φορά. Θέλει να φωτογραφηθεί για να τον δουν οι άλλοι, όχι να απολαύσει ο ίδιος τον τόπο.

Η καταστροφή που μπορεί να προξενήσει ο άφρων τουρίστας, και η οποία συνιστά απότοκο του φθόνου και του συνδρόμου κατωτερότητας του άοπλου χιτλερίσκου με τα σορτς, τα πέδιλα (με κάλτσες ή άνευ) και τα ειρωνικά σχόλια για την ελληνική οικονομία, μπορεί να κυμαίνεται από την απλή ρύπανση των χώρων όπου θα κινηθεί έως το πλιάτσικο και τα οργιώδη πάρτι εν μέση οδώ. Αιωνίως απεχθής η εικόνα, αρμόζουσα σε βαρβάρους.

*Φυσικά και δεν είναι τυχαίο ότι οι Ερουλοι και οι Βησιγότθοι (αμφότερα γερμανικά φύλα) δεν άφησαν λίθο επί λίθου στην Αθήνα, στην Ελευσίνα και σε πάμπολλα άλλα μέρη της Ελλάδας απ' όπου πέρασαν στα τέλη του 3ου και στον 4ο μ.Χ. αιώνα. Ακόμα και το εσωτερικό του Παρθενώνα κάηκε ολοσχερώς από τα στίφη των προγόνων του Αδόλφου Χίτλερ.

Παναγιώτης Λιάκος


dimokratianews.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου