Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

«Ε, πατριώτη…»

Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

Έχουμε καλούς τρόπους, στην εποχή μας ή δεν έχουμε και το φέρσιμό μας είναι αγροίκο; Αν κρίνει κανείς απ΄ το γενικό βλοσυρό ύφος μάλλον ισχύει το δεύτερο. Η καλή διάθεση και η προσήνεια είναι σπάνια. Αφορμή να κάνω αυτές τις σκέψεις μου έδωσε το ταξίδι μου με το πρωινό τραίνο για τη Θεσσαλονίκη, με το οποίο ο κόσμος ταξίδευε στοιβαγμένος στους διαδρόμους. Στριμωγμένος σε κάποιο κάθισμα προσπαθούσα να βρω την κατάλληλη λέξη για να μιλήσω με το διπλανό επιβάτη που είχε πιάσει όλο το χώρο, τεντώνοντας τα πόδια του προς το μέρος μου. Η κατάλληλη λέξη θα έδειχνε τη φιλική μου διάθεση και θα προδιέθετε τον άνθρωπο αυτόν να ακούσει αυτό που ήθελα να του πω.

Αν και μεγαλώσαμε σε πόλεις δεν έχουμε την ευχέρεια της προσέγγισης προς τους άλλους που σου δίνουν οι καλοί τρόποι, σε μια δεδομένη στιγμή. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κατηγορούμε κάποιον «χωριάτη»! Οι χωρικοί και καλούς τρόπους ξέρουν για να επικοινωνούν μεταξύ τους και προσηνείς και φιλόξενοι είναι. Οι χωρικοί ,όπως τους γνώρισα, όταν παιδί ακόμα ζούσα στο χωριό, θεωρούν τους άλλους ,ανάλογα με την ηλικία τους ,ως πατέρες και μητέρες, αδερφούς και αδερφές, γιους και θυγατέρες. Η προσηγορία «γιε μ’» στη Δυτική Μακεδονία και στην Ήπειρο είναι γνωστή στο πανελλήνιο, όπως και άλλες παρόμοιες , των Κρητικών π.χ. «σύντεκνε.» ή των Κερκυραίων «ψυχή μου.» κ.ά.. Οι σημερινοί νέοι , ακόμα και ενήλικες ,αγνοούν κάθε ευπροσήγορη έκφραση και προσπαθούν να καλύψουν την άγνοιά τους με μια χυδαία λέξη…Λέξεις που για μας δεν λένε τίποτα (μπάϊ, ο κέϊ κ.α. ) έχουν τη θέση κραυγών όπως γίνεται με τα ζώα που συνεννοούνται με τις κραυγές.

Μια παρόμοια ιστορία μου θύμισε τη λέξη που έψαχνα να βρω, για να μιλήσω χωρίς να προσβάλω τον συνταξιδιώτη μου στο τραίνο. Η ιστορία αυτή συνέβη πριν ένα αιώνα . Μου τη διηγήθηκε ο φίλος και συνάδελφός μου Γιάννης , όπως την άκουσε από κάποιο γέρο συγχωριανό του: « Το ’12 ,» είπε ο γέρος , «υπηρετούσα στρατιώτης . Μια μέρα μας πήγαιναν κάπου με το τραίνο. Όταν ήρθε η ώρα να γευματίσουμε βγάλαμε όλοι ό,τι είχαμε για φαγητό. ‘Ενας στρατιώτης δίπλα μου είχε πιάσει όλο το χώρο και δεν έμενε καθόλου χώρος και για μας. “-Ε, πατριώτη, μάζεψε τα ποδάρια σου, να φάμε κι εμείς”, του λέμε, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία και τον πλακώσαμε στο ξύλο.»

Πρέπει νά ’ναι εξοργιστικά αναίσθητος κανείς, να μην του προκαλεί η ανάμνηση της πατρίδας καμιά αίσθηση! Στο άκουσμά της μαλακώνει κι η πιο σκληρή καρδιά ! Θυμάσαι την ιδιαίτερη πατρίδα σου, τον τόπο όπου έζησες τα παιδικά σου χρόνια, που τραγούδησες τα πρώτα σου τραγούδια ,που ένιωσες τους πρώτους σου έρωτες…Ακόμα κι οι καρδιές των σκληροτράχηλων Βαβυλωνίων κατακτητών της Ιερουσαλήμ μαλάκωσαν , βλέποντας τους αιχμάλωτους Ισραηλίτες να κλαίνε, στην ανάμνηση της πατρίδας τους. «Στους ποταμούς της Βαβυλώνος εκεί καθόμασταν και κλαίγαμε καθώς θυμόμασταν τη Σιών….Αν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ να παραλύσει το δεξί μου χέρι. Η γλώσσα μου ας κολλήσει στο λαρύγγι μου, αν δε σε θυμηθώ, αν δεν σε βάλω, Ιερουσαλήμ, πάνω από όλες τις χαρές μου.» (Ψαλμ. 137). Η λέξη «πατριώτης» και κάθε άλλο όνομα συγγενικό με την πατρίδα, ξυπνάει τη νοσταλγία , ένα συναίσθημα τόσο δυνατό, που μπορεί να διαρκέσει με την ίδια ένταση για ολόκληρη τη ζωή. Παράδειγμα ο Οδυσσέας του Ομήρου! Ο Όμηρος ονόμασε τους συντρόφους του Οδυσσέα που ξέχασαν την πατρίδα τους και χάθηκαν «νήπιους», δηλαδή μικρά παιδιά, που εξαιτίας της άγνοιας της γλώσσας αδυνατούσαν να επικοινωνήσουν με τους άλλους. (Οδύσσεια, ραψωδία α, στίχ. 8).
http://moschoblog.blogspot.com/2011/03/blog-post_7849.html

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου