[...] Είμαστε μια εποχή που την κατασκευάζει με τη μαύρη φτερούγα του ο βίαιος θάνατος. Από την επαφή μας όχι μόνο με το θέατρο, αλλά και με άλλες μορφές της σύγχρονης τέχνης βγαίνουμε δυστυχισμένοι, όχι λυτρωμένοι. Δεν πρόκειται για το φόβο και τον έλεο της αρχαίας τραγωδίας. Πρόκειται για μια συνείδηση αηδίας, διέγερσης ή εξέγερσης, ανάλογα με την ιδιοσυστασία του καθενός. Πομποί και δέκτες συναγωνίζονται στην αθλιότητα της κοπροφαγίας. Ο Ιώβ έχει γίνει ένα από τα σύμβολά μας, εξελκωμένος και κατακείμενος στο σωρό της κοπριάς. Αλλά μήτε ο πομπός μήτε ο δέκτης είναι οι φταίχτες. Ένας κόσμος που ζει πανικόβλητος και που δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από την κραιπάλη. Ένας κόσμος που αναπνέει καυσαέρια και νιώθει, κατ’ αναπόδραστη ανάγκη, τα καυσαέρια να καταδυναστεύουν όχι μόνο το κορμί, αλλά και την ψυχή και το νου του. Ένας κόσμος, τέλος, αιχμάλωτος της εμπορικής και της βιομηχανικής διαφήμισης, που πρέπει, με μια συστηματική πλύση εγκεφάλου, να κυκλοφορήσει τα προϊόντα της (κ’ έχουν γίνει προϊόντα της και τα ιερότατα, όχι μόνο τα είδη που ευκολύνουν τη διαβίωση ή αναφέρονται, γενικότερα, στην καθημερινή χρήση) είναι ένας κόσμος διαλυμένος.
Καλλιτέχνες και «καλλιτέχνες» περνούν στο προσκήνιο, για ένα μικρό διάστημα, προκαλούν φρενίτιδα ενθουσιασμού, αποθεώνονται, αποθησαυρίζουν (αν είναι αρκετά προσεκτικοί καθώς οι Μπήτλς) περιουσίες, γίνονται επιχειρηματίες κι έπειτα αποσύρονται. Ο ηθοποιός του κινηματογράφου, που μεταβάλλεται, μόλις έρθει η κατάλληλη στιγμή, και σε παραγωγό, όχι σκηνοθέτη (αυτό θα ήταν δικαιολογημένο) ταινιών, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας ευνοούν τις αναρρήσεις σε λαμπρούς θρόνους πλούτου και δόξας και τις απότομες καθαιρέσεις. Τα πάντα είναι μετέωρα, φθαρτά, επιφανειακά, προσωρινά. Ακόμη και μια πραγματική ιδιοφυΐα έχει ανάγκη να προβληθεί με αντικαλλιτεχνικά καμώματα, να κομματιαστεί για να υπάρξει.
[.,.] Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε, πως σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η ανιδιοτέλεια έχει καταντήσει άγνωστη λέξη: ένας έκδοτης κατασκευάζει το συγγραφέα, ένας θεατρώνης τον ηθοποιό, ένας παραγωγός
το αστέρι του κινηματογράφου, μια εταιρεία δίσκων το διάσημο τραγουδιστή, ένα καθεστώς το δημόσιο άντρα, ένα ιδεολογικά ρεύμα τον στοχαστή. Πολλά βιβλία τα βρίσκουμε καλά, μόνο και μόνο γιατί ο πάταγος μας έχει υποβάλει την αρέσκεια. Ένα τραγούδι είναι μια στιγμή. Έπειτα το βιβλίο πεθαίνει στη βιβλιοθήκη του και το τραγούδι μας φαίνεται αποκρουστικό. Δεν επιθυμούμε να το ξανακούσουμε ή να το ξαναπούμε, δεν το νοσταλγούμε ύστερα από κάμποσα χρόνια. Στο βάθος όλων αυτών των φαινομένων και των περιστατικών ενεδρεύει ένας αδυσώπητος μηδενισμός.
Ακόμη και τούτο: το εύρημα παίζει έναν από τους πρώτους ρόλους στη σύγχρονη έκφραση. Ναι, αλλά το εύρημα μπορεί να μάς ξεγελάσει: κάποτε αντιπροσωπεύει κάτι, ένα κομμάτι ανθρώπου, αν όχι έναν ολόκληρο άνθρωπο, κάποτε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε· είναι μόνο μια σύμπτωση, ένα «τυχαίο συμβεβηκός», ένα ξαφνικό ανάδομα φλόγας, πού γρήγορα χάνεται. Και είναι αποτέλεσμα του «βιομηχανικού πολιτισμού μας» και το εύρημα: οι βιομήχανοι αναζητούν και καλοπληρώνουν «ιδέες», όλο και καινούργιες «ιδέες», για να δημιουργήσουν άλλα ή και τα ίδια, βελτιωμένα κατά μία λεπτομέρεια, προϊόντα και να τα ρίξουν στην αγορά. Τέτοιες «ιδέες», οικτρά υποπροϊόντα του πνεύματος, δημιουργούν και οι άνθρωποι της τέχνης –λεία ενός πλήθους πού, όσο ανικανοποίητο κι αν δείχνεται, ικανοποιείται με πολύ λίγα πράγματα. Μια εξυπνάδα, σαν αυτές που αραδιάζει κανείς σε μια συντροφιά, «για ξεφάντωση των φίλων», για να θυμηθούμε το Γουζέλη του «Χάση», φέρνει και φήμη και πλούτο. Τα περισσότερα σύγχρονα ποιήματα (που δεν φέρνουν, βέβαια, μήτε δόξα μήτε πλούτο) δεν είναι παρά σειρές ευρήματα. Ο «ευρηματικός» έχει υποσκελίσει τον καλλιτέχνη.
Πολλά από τα στοιχεία, που προσπάθησα να συγκεντρώσω σε τούτες τις σελίδες, δεν είναι φανερώματα της δικής μας μόνο εποχής. Πολύ άνετα μπορεί να τα συναντήσει κανείς και σ’ άλλες εποχές -να πούμε στην Αναγέννηση, όπου όλοι ζωγράφιζαν και στο δέκατο όγδοο αιώνα, όπου όλοι έγραφαν νεοκλασικές τραγωδίες και στο δέκατο ένατο αιώνα, όπου όλοι έγραφαν επίσης νεοκλασικές τραγωδίες και ρομαντικά στιχουργήματα. Αλλά τώρα γίνονται όλα με τέτοιο ραγδαίο ρυθμό και με τέτοια δίψα προβολής, ώστε παρέχουν το θέαμα όχι πια μιας ευγενικής φιλοδοξίας, αλλά, συχνά, μιας σιχαμερής διαστροφής. Ο τύπος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση κατασκευάζουν νύχτα και μέρα προσωπικότητες, όπως ο Φορντ ή ο Ανιέλλι κατασκευάζουν αυτοκίνητα. Χιλιάδες άρθρα, χιλιάδες εκπομπές διασταυρώνονται κάθε μέρα, για να υποστηρίξουν ένα πλήθος αντικρουόμενες απόψεις. Και ο δέκτης πέφτει σε αφασία. Είναι σαν να δέχεται ραπίσματα, καθώς ο ήρωας του Αντρέγιεφ, από κάθε πλευρά. Τί να πιστέψει, τί να μην πιστέψει; Τα πάντα γίνονται πιστευτά και πειστικά, όταν παρουσιάζονται με τον αρμόδιο τρόπο. Σημασία έχει ο τρόπος, Όχι το περιεχόμενο. Και ο λόγος και ο αντίλογος έχουν δίκιο. Έχουν εξίσου δίκιο; Αυτό είναι δύσκολο να το νιώσει κανείς, αν δεν είναι αρματωμένος με γνώση, οξυδέρκεια και κριτική ικανότητα. Και πάλι μπορεί να λαθευτεί, οδηγημένος από τα ένστικτά του, τις προκαταλήψεις του, τις ατομικές του ιστορικές συνθήκες και τις ιστορικές συνθήκες τις γενικότερες. Γιατί απομένει πάντα ο εαυτός του -αυτό το παρατήρησα ήδη.
Λοιπόν, όταν τα αίτια κινούνται σε τόση έκταση και σε τόσο βάθος μέσα στην εποχή, όταν τα αιτιατά δεν είναι παρά μια τέχνη ασταμάτητα οργισμένη, απαισιόδοξη, «εν διαλύσει», που μεγαλώνει τη σύγχυση αντί να την ξεκαθαρίζει κατά κάποιο τρόπο, είναι φανερό πως έχουμε φτάσει στην άκρη της άκρης. Είναι χρόνια τώρα που αποζητούμε μια ανασύνθεση.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, «Οι σκληροί καιροί» (2η έκδοση), Οι εκδόσεις των Φίλων)
fdathanasiou.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου