Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Ο γάμος σαν ιερολογία ή «Μυστήριο»

«Το μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».

Στο 5ο κεφάλαιο της προς Εφεσίους επιστολής, ανακαλύπτουμε το διαφορετικό νόημα του Χριστιανικού γάμου, το στοιχείο εκείνο, που δεν μπορεί να υποβιβαστεί ούτε σε Ιουδαϊκό ωφελιμισμό ούτε σε Ρωμαϊκό νομικισμό -την δυνατότητα και υπευθυνότητα που προσφέρεται στους δύο συζύγους για να μεταμορφώσουν την «συμφωνία» τους σε μια πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού.

Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μέλος μιας γήινης κοινωνίας, ένας πολίτης της χώρας του και ένα μέλος της οικογένειας του. Δεν μπορεί να αποφύγει τις ανάγκες της υλικής του ύπαρξης και πρέπει να εκπληρώνει τις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Το Ευαγγέλιο δεν αρνείται τις ανθρώπινες υπευθυνότητες για τον κόσμο και την ανθρώπινη κοινωνία. Η αληθινή χριστιανοσύνη ποτέ δεν προσκάλεσε σε μια άρνηση του κόσμου. Ακόμη κι οι μοναχοί προσφέρουν μια ιδιόρρυθμη υπηρεσία στον κόσμο με το να αρνούνται όχι την ύπαρξή του και τη σημασία του, αλλά την πρόθεσή του να κυριαρχεί στον άνθρωπο και να περιορίζει την ελευθερία του. Η κλήση του άνθρωπου -το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού σ’ αυτόν- είναι πριν απ’ οτιδήποτε άλλο μια οριοθέτηση, μια «θειότητα», μια ελεύθερη χρήση των δημιουργικών του δυνατοτήτων. Είναι ο πόθος του για το απόλυτο Καλό, για τις ύψιστες μορφές ωραιότητας, για αληθινή αγάπη, για την πιθανότητα της πραγματικής βίωσης αυτής της καλοσύνης. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Θεός είναι αυτή η καλωσύνη, η ωραιότητα, η αγάπη και Αυτός ο ίδιος αγαπά τον άνθρωπο. Προς Αυτόν μπορεί ο άνθρωπος να απευθύνεται. Τη δική Του φωνή μπορεί να ακούσει και τη δική Του αγάπη μπορεί να γευτεί. Για το χριστιανό ο Θεός δεν είναι μια ιδέα για να κατανοηθεί, αλλά ένα Πρόσωπο για να το συναντήσει.

Στο Θεό ο άνθρωπος ανακαλύπτει την ίδια του την ανθρωπιά, γιατί δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα Θεού» κι ο Χριστός, σαν αληθινός Θεός, κήρυξε μια ανθρωπιά, όχι αντίθετη με τη θεότητά του, αλλά αληθινή, ακριβώς επειδή ήταν αληθινός

Θεός. Σ’ Αυτόν βλέπουμε τη θεότητα σαν τον πραγματικό τύπο ανθρωπιάς.

Όταν ο άνθρωπος που βαπτίσθηκε, γίνεται «εν σώμα» με το Χριστό στη Θεία Λειτουργία, ουσιαστικά γίνεται πληρέστερα ο εαυτός του. Ανακαλύπτει μια ειλικρινέστερη σχέση με το Θεό και με τον πλησίον και επιστρέφει στις γήινές του υπευθυνότητες με όλη τη θεόσταλτη και απεριόριστη δυνατότητα της δημιουργίας, της διακονίας και της αγάπης.

Τώρα εάν ο Απόστολος Παύλος καλεί το γάμο «μυστήριο», εννοεί ότι στο γάμο ο άνθρωπος δεν ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες της χωμάτινης, κοσμικής του ύπαρξης, αλλ’ επίσης πραγματοποιεί ένα πολύ σημαντικό μέρος του σκοπού, για τον οποίο δημιουργήθηκε. Μ’ άλλα λόγια μπαίνει στη σφαίρα της αιώνιας ζωής. Στον κόσμο, ο άνθρωπος κατέχει μια ποικιλία ταλέντων και δυνατοτήτων- υλικών, διανοητικών, συναισθηματικών- αλλά η ύπαρξή του περιορίζεται από το χρόνο. Το «γεννηθήναι… εξ ύδατος και πνεύματος», είναι τώρα η δυνατότητα εισόδου στη σφαίρα της αιώνιας ζωής. Με την ανάσταση του Χριστού αυτή η χώρα είναι ήδη ανοιχτή και προσφέρεται για βίωση και μετοχή. Καλώντας το γάμο «μυστήριο» ο Απόστολος Παύλος βεβαιώνει ακόμα ότι ο γάμος έχει μια θέση στην αιώνια βασιλεία. Το αντρόγυνο γίνεται μια και μόνη οντότητα, «σαρξ μία», όπως ακριβώς ο Υιός του Θεού παύει να είναι μόνο ο Εαυτός του δηλ. Θεός και γίνεται επίσης και άνθρωπος, Έτσι ώστε το σύνολο του λαού Του να μπορεί να μετουσιωθεί αντίστοιχα στο Σώμα Του. Αυτός είναι ο λόγος, που τόσο συχνά οι Ευαγγελικές διηγήσεις παρομοιάζουν τη Βασιλεία του Θεού με αρραβώνα, στον οποίο εκπληρώνονται τα προφητικά οράματα της Παλαιάς Διαθήκης, για τον αρραβώνα του Θεού με τον Ισραήλ, τον εκλεκτό λαό. Αυτός είναι ακόμη ο λόγος, που ένας πραγματικά χριστιανικός γάμος και μόνο μπορεί να είναι μοναδικός όχι με την επιταγή κάποιου αφηρημένου νόμου ή μιας ηθικής διδαχής, αλλά ακριβώς επειδή είναι ένα μυστήριο του Βασιλείου του Θεού, που εισάγει τον άνθρωπο στην αιώνια αγαλλίαση και αιώνια αγάπη.

Σαν μυστήριο ή σαν ιερολογία, ο χριστιανικός γάμος, ασφαλώς αντιμάχεται την καθημερινή, εμπειρική πραγματικότητα της «πεπτωκυίας» ανθρωπότητας, που παρουσιάζει αυτό το ίδιο το Ευαγγέλιο, σαν ένα ανέφικτο ιδανικό. Όμως υπάρχει μια αποφασιστική διαφορά ανάμεσα σ’ ένα «μυστήριο» και σ’ ένα «ιδανικό». Το μυστήριο δεν είναι μια φανταστική αφηρημένη σύλληψη. Είναι μια εμπειρία, στην οποία ο άνθρωπος δεν μετέχει μόνος, αλλά δρα σε κοινωνία με το Θεό. Σ’ ένα μυστήριο, η ανθρωπότητα συμμετέχει στην υψηλότερη πραγματικότητα του Παράκλητου, χωρίς απ’ την άλλη να παύει να είναι ολωσδιόλου ανθρώπινη. Στην ουσία, γίνεται πιο αυθεντικά άνθρωπος και εκπληρώνει την προαιώνια μοίρα του. Ένα μυστήριο είναι ένα «πέρασμα» στην αληθινή ζωή. Είναι η σωτηρία του ανθρώπου. Είναι μια ανοιχτή πόρτα στην αλήθεια της αμόλυντης ανθρωπότητας.

Ακριβώς γι’ αυτό, ένα μυστήριο δεν είναι κάτι μαγικό. Το Άγιο Πνεύμα δεν καταδυναστεύει την ανθρώπινη ελευθερία, μα περισσότερο λυτρώνει τον άνθρωπο από τους περιορισμούς της αμαρτωλότητας. Στην καινούργια ζωή, το απίθανο γίνεται στ’ αλήθεια πιθανό, αρκεί και μόνο ο άνθρωπος να αποδεχθεί ελεύθερα, ό,τι ο Θεός δίνει. Κι αυτό ισχύει και για το γάμο.

Λάθη, παρεξηγήσεις κι ακόμη συνειδητή ανταρσία ενάντια στο Θεό, δηλ. αμαρτία, είναι δυνατά εφόσον ο άνθρωπος ζει την παρούσα απτή και ορατή ύπαρξη του «πεπτωκότος κόσμου». Η εκκλησία το καταλαβαίνει πολύ καλά, και γι’ αυτό το λόγο το μυστήριο της Βασιλείας, όπως αποκαλύπτεται στο γάμο, δεν μειώνεται από την ορθόδοξη πρακτική σ’ ένα νομοδιάγραμμα κανόνων. Όμως η αληθινή κατανόηση και η δικαιολογημένη συγκατάβαση στην ανθρώπινη αδυναμία είναι πραγματοποιήσιμα, μόνο αν κανείς αναγνωρίσει την απόλυτη θέση της διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης, για το γάμο σαν μυστήριο.

(J.Meyendorff, «Γάμος-Μια Ορθόδοξη προοπτική», εκδ. Ι.Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας)

fdathanasiou.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου