ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΔΑΓΛΑΣ
Πριν από δέκα χρόνια, όταν διαδηλώναμε στο κέντρο της Αθήνας για την απόσυρση του επικείμενου νόμου Γιαννίτση, ο οποίος θα συρρίκνωνε εργασιακά δικαιώματα που κερδήθηκαν με αγώνες και θυσίες, στο βωμό της «ασφαλιστικής εξυγίανσης», είναι σίγουρο ότι κανένας από μας δε μπορούσε να φανταστεί τι θα συνέβαινε σήμερα.
Το σκληρότερο πρόσωπο της ασυδοσίας των αγορών και της κρατικής παραίτησης, μαζί με την πλήρη αποθράσυνση των ευρισκομένων στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, έχουν αλυσοδέσει πνιγηρά το λαιμό εκατοντάδων χιλιάδων χαμηλόμισθων και συνταξιούχων, παρουσιάζοντας το θανατηφόρο τούτο βρόχο ως τη μόνη διέξοδο από την κρίση.
Το συλλογικό μας υποσυνείδητο, κατάφορτο από αστικούς μύθους και αξιωματικά ρητά πεφωτισμένων πολιτικών και δημοσιογράφων, προσφέρει αφειδώς και κατ’ επανάληψη πάμπολλα άλλοθι για το διενεργούμενο εκ προ μελέτης έγκλημα κατά των μη προνομιούχων κατοίκων αυτής της χώρας.
Αυτοί που δημιούργησαν την κόλαση της μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία, προσπαθούν να μας πείσουν-και δυστυχώς τα καταφέρνουν- ότι μπορούν να μας βγάλουν σώους, αρκεί να τους υπογράψουμε λευκή επιταγή.
Το σίγουρο είναι ότι από δω και πέρα τίποτα δε θα είναι ίδιο για την πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας.
Δυστυχώς, μάθαμε να λέμε εύκολα «ευχαριστώ» και να συνεχίζουμε την προδιαγεγραμμένη πορεία μας στο αλώνι που μας έχουν ζέψει από μικρούς, με όπλο την Εκπαίδευση που παράγει υποζύγια και όχι πολίτες ελεύθερους με κρίση, άποψη και πρωτοτυπία.
Η πρωτοφανής υπομονή που έχουμε δείξει ως λαός στους εκάστοτε κυβερνώντες μας, είναι περισσότερο σημάδι σήψης, παρά ένδειξης σωφροσύνης και καρτερικότητας. Άραγε ποιος θίγεται πάντα από τις κρίσεις; Μήπως οι πατρίκιοι, τα τζάκια και οι εκπρόσωποι του νεποτισμού;
Με τα μάτια (και τις ελπίδες) στραμμένα στη νέα γενιά, αυτή της ανυπακοής, έχω τη μέγιστη τιμή να αφήσω το Γιάννη Ρίτσο να πει αυτό που σκέφτομαι, πολύ καλύτερα απ’ ότι θα τα κατάφερνα ποτέ εγώ:
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια, σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο, ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω, μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της, μην ξέροντας για πού και γιατί έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια, δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς, και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της, την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου, έστω κι ενός αργού θανάτου την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής, που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της. Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα) και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
(Γιάννης Ρίτσος: Απόσπασμα από τη «σονάτα του σεληνόφωτος»).
statesmen.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου