ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΑΛΚΙΝΟ ΤΕΙΧΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ (ΑΒΒΑΣ ΠΟΙΜΗΝ)
Ὅποιος «ἔχει θέλημα» καί δέν τό καταπολεμᾶ διά τῆς ὑπακοῆς σέ Πνευματικό πατέρα, ζεῖ ζωή ὑπερήφανη, ἐγωιστική, ζεῖ ὑπό τήν ἐπήρρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος καί βασανίζεται. Οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται καί ταλαιπωροῦν διότι δέν κόβουν τό θέλημά τους ὁ ἕνας στόν ἄλλο, κατά τό «Ὑπακούετε ἀλλήλοις».
Αὐτό, τό θέλημα εἶναι σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες τό χάλκινο τεῖχος, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό διότι μᾶς ἐμποδίζει νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διαβάζουμε στό Γεροντικό: «Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τεῖχος χάλκινο ἀνάμεσα σ᾿αὐτὸν καὶ τὸ Θεό, καὶ πέτρα ποὺ (γυρίζει) καὶ χτυπάει τὸν ἴδιο (τὸν ἄνθρωπο). Ἂν λοιπὸν τὸ ἐγκαταλείψει, θὰ λέει κι αὐτὸς (ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ): «Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. 17:30).Ἂν πάλι τὸ δικαίωμα συνεργαστεῖ μὲ τὸ θέλημα, τότε ὁ ἄνθρωπος νικιέται»[1].
«Αἱματηρός» ἀγώνας ἀπαιτεῖται γιά τήν ἀποβολη τοῦ ἰδίου θελήματος. «Ἡ Πατερικὴ πείρα χαρακτήρισε …τὸν ἀγώνα (τοῦ ἀνθρώπου) γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, σὰν μαρτύριο καὶ σταυρό. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Διότι ὅταν κανεὶς ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημά του, ἀρχικὰ ἀπολαμβάνει τὴν τέρψη τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἐφήμερη, παραπλανητικὴ καὶ καταλήγει γρήγορα σὲ ἀπογοήτευση καὶ πίκρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ἀξιολογεῖται περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, oἱ ὁποῖες χωρὶς τὴν ὑπακοὴ αὐξάνουν τὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ ἐνισχύουν τὴ φιλαυτία. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὸ θέλημά του ἔχει μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ»[2].
Ὅσοι δέν ἀρνοῦνται τό θέλημά τους νοσοῦν ἀπό ὑπερηφάνεια καί αὐτοπεποίθηση.
«Ὁ ὑπερήφανος» γράφει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «δὲν ἀναζητεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προτιμᾶ νὰ κατευθύνει ὁ ἴδιος τὴ ζωή του (ἐνν. κάνοντας τό θέλημά του). Καὶ δὲν καταλαβαίνει πώς, χωρὶς τὸν Θεὸ, δὲν ἐπαρκεῖ τὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν καθοδηγεῖ. Κι ἐγὼ, ὅταν ἐζοῦσα στὸν κόσμο προτοῦ νὰ γνωρίσω τὸν Κύριο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐστηριζόμουν στὸ λογικό μου. Ὅταν ὅμως ἐγνώρισα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στὸν Θεὸ καὶ δέχομαι ὁ,τιδήποτε θλιβερό μοῦ συμβεῖ καὶ λέω: «Ὁ Κύριος μὲ βλέπει … Τί νὰ φοβηθῶ;» Προηγουμένως ὅμως δὲν μποροῦσα νὰ ζῶ κὰτ‘ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Γιὰ ὅποιον παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωὴ γίνεται πολὺ εὐκολότερη, γιατί στὶς ἀρρώστιες, στὴ φτώχεια καὶ στὸ διωγμὸ σκέφτεται: «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεὸς καὶ πρέπει νὰ ὑπομείνω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου»[3].
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἀφήνεται στόν Θεό. Κάνει ὑπακοή καί ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει, διότι δέν θέλει τίποτα δικό του, ἀλλά πάντα αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος ἔχει θέλημα καί ἐπιθυμίες αὐτός βασανίζεται καί βασανίζει.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἦταν πολύ αὐστηρός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, πού δέν ἤθελε νά κάνει ὑπακοή.
Χαρακτηριστικά ἔλεγε γιά κάποιον «ἀνυπότακτο ὑποτακτικό»: «Εἶχε ἔρθει ὁ … Τόν ἐκάλεσα, γιατί εἶπε ὅτι δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, διότι στήν ἐκκλησία παθαίνει κακό, ὅταν αισθάνεται κλεισμένο χῶρο καί δέν μπορεῖ.
- Tοῦ λέω, τώρα τί εἶναι αὐτό, βρέ,! Ἐγώ θέλω νά πᾶς στήν ἐκκλησία, νά σηκωθεῖς πρωί γιά νά ἔρθεις νά φυτέψουμε τά δέντρα. Κι’ ἐσύ μοῦ λές αὐτό;
- Ἄ μπά, λέει, δέν μπορῶ.
Τοῦ λέω, ἄκου νά σοῦ πῶ, νά ξέρεις ὅτι σ’ἔχω ἀφήσει ἐλεύθερο, δέν σοῦ μιλάω, ἀλλά αἰσθάνομαι καί τύψεις, διότι ἐσύ, ἀντί νά συμμορφωθεῖς πιό πολύ ἐγωιστής γίνεσαι, γιατί ὅπου θέλεις πηγαίνεις, ὅπου σοῦ καπνίσει, καί κάνεις καί ὅ,τι θέλεις καί ἔτσι ἰσχυροποίηθηκε τό θέλημά σου καί ζεῖς μέσα στό κακό πνεῦμα καί βασανίζεσαι. Ἐγώ, λέω, θ’ ἀρχίσω νά ἐφαρμόζω κανόνες. Δέν ἔχεις διαβάσει περί ὑπακοῆς;
Λέει, ἔχω διαβάσει.
- Πού διάβασες;
- Στήν Κλίμακα.
- Ἔ, δέν θυμᾶσαι τί λέει;
- Ἔ, λέει, θυμᾶμαι. Ἀλλά τώρα, ἔτσι πού μοῦ τά λές μ’ἐκβιάζεις καί δέν μπορῶ ἐγώ.
- Ἐγώ, λέω σ’ ἐκβιάζω;
- Γιατί μοῦ εἶπες ὅτι θά μοῦ δίνεις τρία παξιμάδια τήν ἡμέρα νά τρώγω καί θά μέ διώξεις ἀπ’ ἐδῶ. Δέν εἶναι ἐκβιασμός;
- Ὄχι, εἶναι κανόνας αὐτός, γέροντας εἶμαι, μπορῶ νά σοῦ πῶ αὐτό. Τί θέλεις ἐσύ, νά σέ πηγαίνουμε ὄπα! ὄπα ὄπα; μή μοῦ ἄπτου, καί νά λέμε, πρόσεχε μήν τό στενοχωρέσουμε τό παιδί; Νά μήν τό τραυματίσουμε, νά μήν τοῦ ποῦμε τίποτα καί τό πιάσουν τά νεῦρα του, ἡ μελαγχολία του; Τ’ ἀντιδραστικά του;Δηλαδή, νά κοιτάζουμε ἐσένανε καί νά σέ φοβούμαστε μήπως σοῦ πούμε καμιά λέξη καί στενοχωρηθεῖς. Αὐτό εἶναι μεγάλος ἐγωισμός, τοῦ λέω. Τί μοῦ κουβεντιάζεις;
- Μ’ ἐκβιάζεις μοῦ λέει.
- Πῶς σ’ ἐκβιάζω;
- Νά πού μοῦ λές αὐτά.
- Δέν εἶμαι πνευματικός σου; Δέν ἔρχεσαι ἐδῶ, δέν ἐξομολογεῖσαι, δέν σοῦ διαβάζω εὐχή καί πηγαίνεις καί μεταλαβαίνεις; Δέν ἔχω ὑποχρέωση νά σοῦ πῶ ἔτσι; Τί θά πεῖ σ’ἐκβιάζω; Πρέπει νά μάθεις νά ὑπακούεις, νά ταπεινώνεσαι»[4].
Ὁ Γέροντας-Πνευματικός Πατέρας ἔχει ὑποχρέωση νά κόβει τό θέλημα τοῦ ὑποτακτικοῦ-πνευματικοῦ του παιδιοῦ προκειμένου νά τόν βοηθήσει πνευματικά. Ἔτσι θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος διότι φεύγει ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἔτσι φεύγει καί ἡ κατάθλιψη.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
hristospanagia3.blogspot.com
[1] Παύλου μοναχοῦ Εὐεργετινοῦ, Μικρός Εὐεργετινός, Κεφ. Νὰ μὴν ἀντιλέγουμε ἐριστικὰ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/mikros_eyergetinos.htm.
[2] π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου, Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο. Στοιχεῖα ἀγωγῆς
γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις Συναξάρι, Θεσσαλονίκη 1998, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/leitoyrgika/glossary.htm
[3] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία, σ.408.
[4] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 17-18.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου