Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ Παπαδιαμάντης


Kωστής Παλαμάς

Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε, μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς. Μέσα στὸ ἔργο του, τὸ ἁπλὸ καὶ τὸ ἀστόχαστο, ποὺ συνεχίζει καὶ τελειώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση σὲ κάποια της σημαντικὰ στοιχεῖα, καὶ στὰ καλὰ καὶ στὰ πονηρά, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ νεκρὰ τῆς γλώσσας καὶ τοῦ ὕφους, τὰ σπαρμένα μέσα ἐκεῖ καὶ κρατημένα μὲ κάποιο πεῖσμα καὶ μὲ κάποια ἀντίσταση καὶ μὲ ὅλη τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀναθρεμμένου καλογερικά, μὲ τὴ μνήμη του καὶ μὲ τὴν καρδιὰ του γιομάτη ἀπὸ βιβλικὰ ρητὰ καὶ λειτουργικὰ τροπάρια. Ἐξακολουθεῖ καὶ συμπληρώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση μὲ κάτι τί μονότροπο καὶ σχεδὸν ἀκίνητο, μὲ κάποια χάρη καὶ συγκρατημὸ καὶ ἀφέλεια καὶ σοβαρότητα ποὺ δὲν τῆς λείπει τὸ χαμόγελο, καὶ μὲ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν τῆς ἀπολείπει ὁλότελα καὶ ἡ ἔγνοια τοῦ κοσμικοῦ· μὲ τρόπους καὶ μὲ θέματα, μὲ σκήματα καὶ μὲ μικρογραφήματα, μὲ ἱστορίες καὶ μὲ ζωγραφιὲς ποὺ θυμίζουν κάποιες «μινιατοῦρες» τῶν πατέρων μας μέσα στὰ Βαγγέλια καὶ στὰ προσευκητάρια, ὅ,τι πιὸ δέξιο καὶ ὅ,τι πιὸ λεπτότερο ἔχει νὰ δείξη ἡ βυζαντινὴ τέχνη κάθε φορὰ ποὺ μὲ λιγοστὰ μέσα κατορθώνει πολλὰ καὶ συγκινεῖ δυνατά· πιὸ κοντά, στ᾿ ἀποτελέσματα τοῦτα, μὲ τὴν κλασικὴ τέχνη, μὲ τὴν ἀρχαία τὴν ὀμορφιά.

Τὸ ἔργο τοῦτο εἶναι μαζὶ δροσολογημένο ἀπὸ τὸ γλυκοχάραμα τῶν νέων καιρῶν. Ὁ καλόγερος ποιητής, σκεδιάζοντας συχνὰ πυκνὰ «τὰ γερὰ ἑλληνικὰ» τοῦ σκολειοῦ του γιὰ νὰ διαβαστῇ ἀπό τους, σὰν ἐκεῖνον, γραμματισμένους, καθὼς φαντάζεται, καὶ διαβασμένους ἀναγνῶστες του, ὁ ποιητὴς αὐτὸς εἶναι διπρόσωπος.

Μὲ τὴν ψυχή του τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν εἶναι ξεραμένη ἀπὸ τοῦ σκολειοῦ τὴν παράδοση, βλέπει, κουβεντιάζει, ἀνασταίνει, χρωματίζει, κάνει μουσικὴ τὴ σκέψη του, ἀνοίγει τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ του γιὰ νἄμπη καθαρὸ μέσα του τὸ ἑλληνικὸ τὸ φῶς, ὁ ἑλληνικὸς ὁ ἀέρας, ἀνοίγει διάπλατες τὶς πόρτες του, γιὰ νὰ μπῆ μέσα στὸ σπίτι του καὶ νὰ καθήσῃ καὶ νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ κλάψῃ καὶ νὰ χορέψῃ καὶ νὰ ζωγραφιστῇ καὶ νὰ ζήσῃ διαλεμένη, ξεκαθαρισμένη, μὰ πάντα, χωρὶς πόζα, χωρὶς ρητορική, χωρὶς καμιὰν ἔγνοια νὰ φαντάξῃ καὶ νὰ δειχτῇ, καὶ γιὰ τοῦτο σημαντικώτερη καὶ ἀληθινώτερη, ἁπαλὴ κι εὐγενικὴ πάντα κι ἐκεῖ ποὺ σὰν πρόστυχη φέρνεται κι ἐκεῖ ποὺ σὰν ἀκάθαρτη ξεμυτίζει, ἡ Ρωμιοσύνη κάποιων τόπων μας, μέσα στὰ νησιά μας, στὶς ἥμερες ἀκρογιαλιές μας, στὰ ζωγραφισμένα μας βουνά, στὰ ζαφειρένια μας κύματα, στὰ πρασινισμένα μας τὰ καλύβια, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἄνθρωποι φτωχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἀκέριοι καὶ ἁγνοὶ καὶ παραστατικοὶ μέσα στὰ πάθη τους, στὶς ἀγάπες τους, στὰ γλέντια τους καὶ στὰ μεθύσια τους, στὸ σάλεμα καὶ στὴν ἀκινησία τους, στὴν ταπεινότητα καὶ στὴ μικρότητά τους.


Ὁ Παπαδιαμάντης ὁ μεγάλος ζωγράφος τῶν ταπεινῶν. Ὁ ἱστοριστὴς τῶν Θαλασσινῶν Εἰδυλλίων, ὁ ἀπέριττος καὶ ἀσκημάτιστος κι ἑλκυστικὸς κι εὐκολοδιάβαστος καὶ ξεχωριστὸς ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸ τεχνικὸ τὸ ξετύλιμα τῶν ἱστοριῶν του, πρὸς ὅ,τι ὀνομάζεται συμμετρία καὶ σύνθεση. Ἁπαλὸς καὶ ἀφρόντιστος αὐτοσπουδαστής, ποὺ τραγουδᾶ πιὸ πολὺ καὶ ποὺ δημοσιογραφεῖ, παρὰ ποὺ χτίζει καὶ ποὺ καλλιτεχνεῖ τὶς ἱστορίες του· κάτι τί ἀντίθετο πρὸς τὸν ἄλλον του τὸν ὁμότεχνο καὶ τὸν ἀντίμαχο, πρὸς τὸν Καρκαβίτσα, τὸν τραχύ, τὸ φροντισμένο, τὸ δουλευτή, τὸν ἠρωικὸ δημοτικιστή, ποὺ μᾶς ἐπιβάλλεται μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς δύναμης, ἐκεῖ ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης μᾶς κυριεύει μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς χάρης. Μὰ μήπως ἡ δύναμη δὲν εἶναι χάρη; Καὶ μήπως ἡ χάρη δὲν κρύβει κάποια δική της δύναμη;

Τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ μαζὶ ἐκκλησιαστικὸ καὶ κοσμικό, βυζαντινὸ καὶ ἀνθρώπινο, κάτι τί διδαχτικὸ καὶ κυματιστό, γελαστὸ καὶ μελαγχολικό, τὸ λυρικὸ καὶ τὸ δραματικό, τὸ δίγλωσσο καὶ δίψυχο, δείχνει, καὶ μὲ τὰ στοιχεῖα του αὐτά, ζωηρότερο, ἀπὸ ἄλλα ἔργα, τὴν κατάσταση τῆς νέας ἑλληνικῆς ψυχῆς· εἶναι κείμενο καὶ μαρτυρικὸ γιὰ τὸν ἰστορικὸ καὶ τὸ μελετητὴ τῶν πραγμάτων μας καὶ τῶν καιρῶν μας ἀσύγκριτα σπουδαιότερο ἀπὸ τὶς βουλές καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους μας. Ἀπὸ τὸν καιρό, ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, ποὺ πρόβαλε μὲ τὸ Χρῆστο Μηλιόνη καὶ μὲ τὴ Γυφτοπούλα του, ἴσα μὲ τὰ τελευταῖα του ἔργα, ὁ ποιητὴς αὐτὸς ὁ περίφημος καὶ ὁ ἀτύπωτος, ὁ χριστιανὸς καὶ ὁ ἀλκοολικός, ὁ ψάλτης τοῦ ναοῦ καὶ ὁ πιστὸς τῆς ταβέρνας, ὁ λατρευόμενος ἀπὸ τοὺς νέους γύρω του καὶ ὁ ἀπλησίαστος, ὁ ντυμένος σὰ ζητιάνος, καὶ ὁ ἐμπνευσμένος σὰν ἀπὸ τὴ μοσκοβολιὰ δροσερώτατων μενεξέδων, ὁ ἀκάθαρτος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ γλυκύτατος τραγουδιστὴς τοῦ Φτωχοῦ Ἅγιου καὶ τῆς Νοσταλγοῦ, εἶδος τί Βερλαίν, μὰ πιὸ πολὺ κανονικός, μὰ λευκὸς στὴ ζωή του ὅσο δὲν ἦταν ὁ μεγάλος Φράγκος ὁμόφυλός του· ἴσα μὲ τὰ τώρα, ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε περιφρονημένος καὶ δοξασμένος, μοναχικὸς καὶ καταφρονητικός, ὅσιος καὶ ἀλήτης. Μὰ πάντα ἔσταζε κάποιο μέλι ἀπὸ τὰ χείλη του, καὶ τὸ κοντύλι του, ἔτσι ἄκοπα, ἄνετα, ἀπρόσεχτα, μὲ δυὸ τρεῖς μολυβιές μας ἄφινε στὸ χαρτὶ ἀξέχαστα «σκίτσα», ποὺ τὸ στόμα τους ἤθελε φιλί, καὶ τὰ μάτια τους γύρευαν ἀγάπη καὶ μᾶς τραβοῦσε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπάνου στὰ γραμμένα του καὶ μᾶς ἀντάμωνε ἀδερφώνοντάς μας μὲ τὴ συγκίνηση καὶ μὲ τὴ συμπάθεια. Τέτοιος εἶναι ὁ τεχνίτης.

Πηγή: Ἐφημ. Ἀκρόπολις, 4 Ιανουαρίου 1911

pemptousia.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου