Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Ο Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως

Ονομαζόμενος κατά κόσμον Βαλεντίνος Φηλίκοβιτς Βόινο- Γιασενέτσκι, ο άγιος Λουκάς γεννήθηκε το 1877 στο Κέρτς της Ουκρανίας από αρχοντική οικογένεια πολωνικής καταγωγής. Από μικρό παιδί είχε πάθος με τη ζωγραφική και αποφάσισε να φοιτήσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Κατά τη διάρκεια των εισαγωγικών εξετάσεων όμως τον κυρίευσε η αμφιβολία και γι’ αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν είχε το δικαίωμα να κάνει αυτό που τον ευχαριστούσε, αλλά ότι οφείλε να εργασθεί προς ανακούφιση του πόνου των άλλων.

Επέλεξε την ιατρική και μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Κιέβου. Το σχεδιαστικό του ταλέντο τον έστρεψε προς την σπουδή της ανατομίας, που απαιτεί εξαιρετική ακρίβεια Αφού ολοκλήρωσε λαμπρά τις σπουδές του (1903), ακριβώς πριν ξεσπάσει ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος, άρχισε την αγροτική ιατρική σταδιοδρομία του στο νοσοκομείο της Τσιτά, στην περιοχή ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης. Εκεί παντρεύτηκε μία νοσηλεύτρια με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα στη Ρομάνοβκα, στην περιφέρεια του Σαρατώφ, εγινε εν συνεχεία αρχίατρος σε νοσοκομείο 50 κλινών στο Περεϊσλάβ – Ζαλέσκι, όπου ανέπτυξε έντονη χειρουργική δράση, εξακολουθώντας παράλληλα τις έρευνές του. Το 1916, υπεστήριξε επιτυχώς στη Μόσχα την διδακτορική του διατριβή με θέμα την τοπική αναισθησία και άρχισε να εκπονεί την μελέτη του για τη χειρουργική των πυωδών εξελκώσεων. Το 1917, ενώ μαινόταν η επανάσταση στις μεγάλες πόλεις, έγινε αρχίατρος στο μεγάλο νοσοκομείο της Τασκένδης, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Η γυναίκα του όμως πέθανε σύντομα από φυματίωση.

Συχνά λάβαινε μέρος σε οργανωμένες συζητήσεις για πνευματικά θέματα, κατά τις οποίες επαιρνε τον λόγο για να καταγγείλει την υλιστική αθεΐα Στο τέλος μίας από τις συγκεντρώσεις αυτές κατά τη διάρκεια της οποίας είχε μιλήσει επί μακρόν και με φλογερό τρόπο, ο επίσκοπος Ιννοκέντιος τον πήρε παράμερα και του είπε: «Γιατρέ, πρέπει να γίνετε ιερέας!» Παρόλο που δεν του είχε περάσει ποτέ από τον νου η ιεροσύνη, συναίνεσε αμέσως στην πρόταση του Ιεράρχη. Την επόμενη Κυριακή χειροτονήθηκε διάκονος και μία εβδομάδα αργότερα έλαβε το ιερατικό άξίωμα. Ασκούσε παράλληλα τα καθήκοντα του γιατρού, του καθηγητή και του ιερέα, τελούσε την Λειτουργία μόνο τις Κυριακές στον καθεδρικό ναό και παρέδιδε τα μαθήματά του φορώντας ράσο.

Το 1923, ενώ το σχίσμα της «Ζωντανής Εκκλησίας» έσπερνε τη διαίρεση και τη σύγχυση στους κόλπους της Εκκλησίας, ο έπίσκοπος Τασκένδης Ιννοκέντιος υποχρεώθηκε να φύγει, αφήνοντας την ευθύνη της διοίκησης της επισκοπής στον πατέρα Βαλεντίνο και σε ένα ακόμη πρωτοπρεσβύτερο. Ένας εξόριστος επίσκοπος έτυχε να περάσει από την πόλη και ενέκρινε την έκλογή του πατρός Βαλεντίνου σε επίσκοπο, που είχε γίνει από τη σύναξη του κλήρου. Εν συνεχεία, αφού τον έκειρε μοναχό στο δωμάτιό του, με το όνομα Λουκάς, τον έστειλε στην μικρή πόλη Πεντζικέντ, 100 χιλιόμετρα περίπου από την Σαμαρκάνδη, οπού διέμεναν δύο εξόριστοι έπίσκοποι, για να τον χειροτονήσουν εκεί με την μεγαλύτερη μυστικότητα (18 Μαίου 1923). Δώδεκα περίπου ημέρες μετά την επιστροφή του στην Τασκένδη και την πρώτη Λειτουργία του ως επισκόπου συνελήφθη από την μυστική αστυνομία με την κατηγορία της αντεπαναστατικής δράσης και κατασκοπείας για λογαριασμό της Βρετανίας και καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια εξορίας στην Σιβηρία, στην περιοχή του Τουρουχάνσκ. Στον τόπο της εξορίας του κατόρθωσε να ασκήσει την ειδικότητά του στο νοσοκομείο, όπου έκανε σοβαρές επεμβάσεις. Αφέθηκε ελεύθερος το 1926 και επέστρεψε στην Τασκένδη.

Το επόμενο φθινόπωρο ο Μητροπολίτης Σέργιος του πρότεινε διαδοχικά να τον τοποθετήσει βοηθό επίσκοπο στο Ρίλσκ (επισκοπή του Κούρσκ) και κατόπιν στο Γελέτς (επισκοπή του Όρελ) και τέλος επίσκοπο στο Τσέβσσκ, αλλά με τη συμβουλή του μητροπολίτου Αρσένιου του Νόβγκοροντ ο Λουκάς αρνήθηκε και ζήτησε να αποσυρθεί, μία απόφαση για την οποία μετάνοιωσε πικρά εν συνεχεία. Μετά ο άγιος επίσκοπος καταδικάσθηκε σε νέα εξορία για τρία χρόνια στη Σιβηρία. Ταξιδεύοντας υπό φρικτές συνθήκες, διέμεινε στο Κοτλά και στον Αρχάγγελο από το 1931 έως το 1933, υπηρετώντας στο νοσοκομείο. Έχοντας παρουσιάσει ένα όγκο πήγε να χειρουργηθεί στο Λένινγκραντ και εκεί μία ημέρα που στεκόταν στην εκκλησία για την ακολουθία, είχε μία πνευματική εμπειρία που τον αναστάτωσε και του υπενθύμισε τη δέσμευσή του στη διακονία της Εκκλησίας. Κλήθηκε στη Μόσχα για νέες ανακρίσεις και εκεί του έγιναν επωφελείς προτάσεις να συνεχίσει τις επιστημονικές του έρευνες, αλλά με τον όρο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη, πράγμα το οποίο αρνήθηκε κατηγορηματικά. Απελευθερώθηκε το 1933 και για να συνεχίσει τις έρευνές του, αρνήθηκε να αναλάβει μία χηρεύουσα επισκοπή. Το αίτημά του όμως τελικά δεν έγινε δεκτό και επέστρεψε στην Τασκένδη, όπου μπόρεσε να ασκήσει την ιατρική σε ένα μικρό νοσοκομείο. Στα 1934, δημοσιεύτηκε το έργο του Δοκίμια για χειρουργική των πυωδών εξελκώσεων. Σύντομα θα γινόταν κλασικό στην επιστήμη της ιατρικής και του απέφερε το βραβείο «Στάλιν» και διεθνή φήμη.

Οι τρομερές διώξεις που εξαπέλυσε τότε ο Στάλιν, όχι μόνο κατά της δεξιάς η των κληρικών, αλλά και εναντίον κομμουνιστών ηγετών, γέμισαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο άγιος Λουκάς συνελήφθη μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Τασκένδης και όλους τους κληρικούς που είχαν μείνει πιστοί στην Εκκλησία, κατηγορούμενοι για σύσταση αντεπαναστατικής οργάνωσης κληρικών. Υποβλήθηκε σε συνεχείς ανακρίσεις για δεκατρείς ημέρες και νύχτες. Εξορίσθηκε για τρίτη φορά στη Σιβηρία, στην περιοχή Κρασνογιάρσκ στις αρχές του 1940 και ξεπερνώντας χίλιες δυσκολίες και αντιστάσεις κατάφερε να ασκήσει εκεί το επάγγελμα του χειρουργού και να συνεχίσει μάλιστα τις έρευνές του στο Τόμσκ. Κατά την εισβολή των χιτλερικών δυνάμεων και την έναρξη ενός πολέμου με εκατομμύρια θύματα (1941) τοποθετήθηκε αρχίατρος στο νοσοκομείο του Κρασνογιάρσκ και υπεύθυνος των στρατιωτικών νοσοκομείων ολόκληρης της περιφέρειας αυτής, ενώ παράλληλα διακονούσε ως τοπικός επίσκοπος σε μία περιοχή όπου οι κομμουνιστές επαίρονταν ότι δεν είχαν αφήσει καμμία εκκλησία σε λειτουργία. Για τις υπηρεσίες του έλαβε το παράσημο της πατριωτικής τάξης και ο Μητροπολίτης Σέργιος τον ανήγαγε στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Υπό αυτή την ιδιότητά του ελαβε μέρος στη σύνοδο του 1943, που εξέλεξε πατριάρχη τον Μητροπολίτη Σέργιο, και έγινε μέλος της διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Το 1946, μεταφέρθηκε στην Κριμαία και έγινε αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως. Εκεί χρειάστηκε κατ’ αρχήν να αγωνισθεί για την αναμόρφωση των ηθών του κλήρου. Δίδασκε ότι η καρδιά του ιερέα πρέπει να είναι μία φωτιά που ακτινοβολεί το φως του Ευαγγελίου και την αγάπη του για τον Σταυρό, είτε με τον λόγο είτε με το παράδειγμα της πολιτείας του. Εξαιτίας της καρδιακής του πάθησης, υποχρεώθηκε να σταματήσει τις χειρουργικές επεμβάσεις, συνέχισε όμως να βλέπει δωρεάν ασθενείς και να προσφέρει τις συμβουλές του στους άλλους γιατρούς της περιοχής. Το 1956, έχασε τελείως το φως του, χωρίς ωστόσο να παύσει να τελεί από στήθους τη Θεία Λειτουργία, να κηρύττει και να διευθύνει την επισκοπή. Αντιστάθηκε σθεναρά στο κλείσιμο των ναών και στις διάφορες μορφές διωγμού που οι αρχές εξαπέλυαν δολίως. Πλήρης ημερών και έχοντας ολοκληρώσει το έργο της μαρτυρίας του Κυρίου, του Εσταυρωμένου για τη δική μας σωτηρία, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 11 Ιουνίου (29 Μαίου) 1961. Στη κηδεία του παρευρέθηκαν ο κλήρος της επισκοπής και μέγα πλήθος λαού. Ο τάφος του έγινε γρήγορα τόπος προσκυνήματος, όπου επιτελούνται μέχρι τις ημέρες μας πλήθος ιάσεων.

Πηγή: Κυριάκου Σαμάρα, § Ο Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, σελ. 6-8, Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους» τεύχος 96, Λευκωσία Χειμώνας 2012

pemptousia.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου