Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου
"Ο μισώ, τούτο ποιώ". Ρωμ. 7,15
Έχεις ακούσει, ευγενικέ αναγνώστη, για το "κοινωνικό κράτος", τις "κοινωνικές οργανώσεις", την "κοινωνική αλληλεγγύη" για "χώρες ελευθερίας" και για άλλα παρόμοια. Στις μέρες μας αποκαλύπτονται αυτό που είναι στην πραγματικότητα: με το μέρος πάντα αυτών που τα κατευθύνουν. Τίποτε δεν είναι βέβαιο. Το "ανθρώπινο πρόσωπο" σήμερα, αύριο γίνεται απρόσωπο, εχθρικό, βάρβαρο, ανάλογα με το αν είμαστε αρεστοί ή όχι.
Το ερώτημα είναι, τί κάνουμε με τους εχθρούς; Είναι χριστιανικό να μισούμε τους εχθρούς μας; Μήπως πρέπει να προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε την πραγματικότητα; Είναι η χριστιανική αγάπη, όπως λέει ο Νίτσε, που κατόπιν τρελάθηκε, κρυμμένη μνησικακία;
Νομίζω η απάντηση είναι αυτό που έκαναν στο χωριό μου στη φιλοξενία. Φέρονταν στον ξένο, όχι όπως ήταν αυτός, αλλά όπως ήταν εκείνοι. Στο χωριό μου μ' άρεσε που ο επισκέπτης δεν άλλαζε τις συνήθειες και το χαρακτήρα της οικογένειας που τον φιλοξενούσε. Η οικογένεια τον δεχόταν ως να ήταν ένας από τα μέλη της. Το φαγητό ήταν αυτό που βρισκόταν. Στο τραπέζι η οικογένεια προσευχόταν είτε ο επισκέπτης ήταν πιστός είτε όχι. Ο πατέρας σταύρωνε το ψωμί πριν το τεμαχίσει.
Η οικογένεια ήταν αυτή που ήταν είτε υπήρχε ο ξένος είτε όχι. Ήταν καλή με τον ξένο, επειδή ήταν καλή, δεν γινόταν καλή για τον ξένο. Η γιαγιά μου δεν ήξερε ποτέ αν θα έχουμε κάποιον επισκέπτη στο τραπέζι. Ο παππούς μου έφερνε μαζί του κάποιον επισκέπτη χωρίς να την προειδοποιήσει. Ο ξένος δεν έβλεπε ποτέ στο πρόσωπό της την επιτήδευση, τις ιδιαίτερες φροντίδες, την κούραση στο πρόσωπό της, όχι γιατί η γιαγιά μου την έκρυβε, αλλά γιατί δεν υπήρχε. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στα πράγματα. Σημασία είχαν τα αισθήματα. Ήταν καλύτερη η καλή διάθεση, παρά τα καινούρια τραπεζομάντιλα και τα ιδιαίτερα φαγητά.
Ο επισκέπτης ένιωθε όπως στο σπίτι του. Το ίδιο παράδειγμα έδινε η εκκλησία. Οι εκκλησιαζόμενοι έμεναν ήσυχοι, τα παιδιά αφήνονταν να κινούνται ελεύθερα. Δεν υπήρχε εκείνη η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα της επιβολής της τάξης. Οι άνθρωποι ήταν ταπεινοί, όπως βρέθηκαν, όπως ήταν, δεν τους άλλαζαν οι εξωτερικές συνθήκες.
Ο Θεός βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Ακούει τις προσευχές όχι μόνο των δικαίων, αλλά και των αμαρτωλών. Ο Θεός μας αγαπάει γιατί είναι αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι και η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, να αγαπάει όχι μόνο τους δικούς του, αλλά και τους εχθρούς του, γιατί το φυσικό του είναι να αγαπάει. Δεν είναι η αγάπη κάτι ιδιαίτερο, κάτι επί πλέον, μια πολυτέλεια, όταν όλα πάνε καλά. Δεν αλλάζει η ύπαρξή μας ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτούς που άλλαζαν ανάλογα με τις περιστάσεις ο κόσμος του λυπούνταν, τον αντιφατικό άνθρωπο. Αλίμονο, λέει ο Απόστολος Παύλος, κουβαλάμε μαζί μας ένα νεκρό. Αφείστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους, λένε τα αψευδή χείλη του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο άνθρωπος που έχει θεμέλιο τον Ιησού Χριστό μένει αυτός που είναι, σε ένα κόσμο που αλλάζει διαρκώς. "Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός. Ότι φως τα προστάγματά σου επί της γης". (Ωδή πέμπτη).
moschoblog.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου