«Ο Όσιος Μαρτίνος και ο Επαίτης». Έργο του Wilfred Thompson (1918). |
Φραντς Κάφκα, επιστολή στον Όσκαρ Πόλλακ, 8 Νοεμβρίου 1903
Σε ηλικία 20 ετών έγραφε τούτες τις κουβέντες ο Κάφκα στον συμμαθητή του. Δεν είχε χαρά το κείμενό του, ανεμελιά, ορμή και διάθεση για γλέντι – όπως συνηθίζεται στις επικοινωνίες των προσώπων που βρίσκονται σ' αυτή τη... μαγική ηλικία. Ίσως κάποιος να κρίνει τις αράδες του ως «απαισιόδοξες» ή απλά κατηφείς. Γιατί συνέβαινε τούτο με τον Κάφκα; Τι έπαθε και μας κατάλαβε όλους; Γιατί κατόρθωσε να μας διακρίνει, όλους εμάς τους συνεπιβάτες του στο μισοσκότεινο πλοίο που οδεύει στον Στύγα; Μπόρεσε να το κάνει επειδή είχε το χάρισμα να κατανοεί την τραγικότητα του ανθρώπινου είδους μας καλύτερα κι από ετοιμοθάνατο υπερήλικα που τα έχει χάσει όλα και δεν περιμένει τίποτα παρεκτός τον χαμό ή από δύσμοιρο νέο που δεν έχει ούτε θα βρει ποτέ «στον ήλιο μοίρα». Η συνειδητοποίηση του δράματος της ανθρωπότητας και η αίσθηση του φριχτού πεπρωμένου –πλουσίων και φτωχών, δυνατών και αδυνάτων- λειτούργησε στο νου του ευεργετικά. Αγάπησε και κατανόησε την ανθρωπότητα επειδή πρώτα την πόνεσε. Δεν μπορείς να καταλάβεις κάποιον ή να ταυτιστείς με κάτι αν δεν μπορείς να εμβιώσεις τον πόνο του. Καθένας τον δικό του – όσον μπορεί να φέρει στις πλάτες του μέχρι να λυγίσει. Αυτό είναι και ένα από τα νοήματα της Τέχνης, άλλωστε. Ο Τσέχος, εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας υπολόγισε τον φόρτο των λυγμών που κουβαλάμε όλοι μέσα μας και είτε είναι εφ όρου ζωής ανεκδήλωτοι, σαν κρυμμένα μυστικά και λεκέδες από δάκρυα που στέγνωσαν είτε αποκαλύπτονται στους τρίτους αλλά δεν γίνονται αντιληπτοί. Πράγματι, σαν μικρά παιδιά χαμένα στο δάσος είμαστε. Κανείς δεν ξέρει ότι χαθήκαμε κι εμείς δεν γνωρίζουμε που να κατευθυνθούμε για να σωθούμε.
Οι δίκαιοι
Ο Κάφκα μπορεί να μην ήταν Χριστιανός -αν και μόνο εκείνος και ο Θεός μπορούν να αποφανθούν αξιόπιστα για τις πεποιθήσεις του- αλλά το απόσπασμα από την επιστολή του προς τον Όσκαρ Πόλλακ, τον συμμαθητή του στο Γυμνάσιο Άλτστέντερ είναι πλημμυρισμένη από το μήνυμα που έστειλε ο Χριστός προς τους δικαίους ολόκληρου του κόσμου, όπως παρατίθεται στο Κατά Ματθαίον (κε, 35-40): «Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· Αμήν λέγω υμίν, εφ? όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».
Οι άσημοι ξένοι, ασθενείς, φυλακισμένοι, πεινασμένοι και διψασμένοι όλου του κόσμου είναι ο ίδιος ο Θεός σε ανάγκη. Ο άνθρωπος που πάσχει είναι ο Κύριος και περιμένει από την ομοίωσή του να βοηθήσει, αφού πρώτα νιώσει το αβάσταχτο άλγος της απώλειας και της εγκατάλειψης. Έτσι κάνουμε το πρώτο, καίριο και αποφασιστικό άλμα για τον εξανθρωπισμό της οικουμένης. Με την εμβίωση της κόλασης που περνούν οι άλλοι και περιμένει και εμάς σε κάποια από τις πολλές και απότομες στροφές του χρόνου.
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, μια από τις παροτρύνσεις της λαϊκής θυμοσοφίας ήταν να μην ονειδίζουμε τις συμφορές επειδή κοινή είναι η μοίρα και το μέλλον άδηλο. Όσους πέφτουν πρέπει να τους βοηθάμε να εγερθούν όχι να τους σπρώχνουμε στα Τάρταρα διότι είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή να πέσουμε και εμείς – όπου κι αν ιστάμεθα στην εκάστοτε συγκυρία.
Τα παραπάνω αποτελούν κοινό τόπο στους μεγάλους πολιτισμούς της Ιστορίας. Όμως, από καιρού εις καιρόν λησμονούνται εξαιτίας ευτελών αντιτίμων: χρήμα, ισχύς, πολιτική εξουσία και άλλα τιποτένια πράγματα. Ας τα θυμηθούμε πριν το πέρασμα της εξώθυρας της «κόλασης» του Κάφκα, του Παραδείσου του Χριστού ή των νήσων των Μακάρων της ελληνικής αρχαιότητας.
adiavroxoi.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου