Μόσχου Λαγκουβάρδου
Οι Αμερικανοί βομβάρδισαν τους Γιουγκοσλάβους για να προστατέψουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Οι ίδιοι, βομβάρδισαν τους Ιρακινούς για τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Είναι τα δικαιώματα πηγή δυστυχίας; Είναι προτιμότερο να είσαι σαν ένας σκύλος ψόφιος; Κανένας δεν κλοτσάει ένα σκύλο ψόφιο.
«Ωραίο αν συμβεί, ωραίο κι αν δεν συμβεί». Δεν τηρούμε, δυστυχώς αυτή τη στάση στις επιθυμίες μας και στις προσδοκίες μας και γινόμαστε δυστυχισμένοι. Το Γιωργή, ένας φτωχός γέρος, είχε μείνει μόνος, δίχως συγγενείς, δίχως δικούς του ανθρώπους. Όλα του τα χρόνια τα ’ζησε στα ξένα, στήην Αργεντινή. Γύρισε στην πατρίδα του γέρος. Ήταν πολύ φτωχός και πολύ δυστυχισμένος. Είχε ένα γιό, αξιωματικό του Αμερικανικού ναυτικού. Χρόνια τον περίμενε να ’ρθει στο νησί, στην Κάλυμνο, να τον ιδεί. Κάθε Πάσχα και κάθε Χριστούγεννα το Γιωργή ετοιμαζόταν και περίμενε το γιο του. Μα ο γιός του δεν ήρθε ποτέ. Τα λόγια των γνωστών, που ρωτούσαν το πλήγωναν, το δύστυχο, το Γιωργή.
Μια τυφλή γριά, στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα, περίμενε κάθε απόγευμα το γιο της να την επισκεφθεί. Χτένιζε τα μαλλιά της, έβαζε τα καλά της ρούχα, στολιζόταν και περίμενε. Οι ώρες περνούσαν, νύχτωνε, κι ο γιος της δεν ερχόταν. Η γριούλα φαρμακωμένη ξεντυνόταν, φόραγε το νυχτικό της και ξάπλωνε στο κρεββάτι με τη σκέψη της στο επισκεπτήριο της άλλης μέρας. Ποτέ δεν κατηγόρησε το γιο της και ποτέ δεν απελπίστηκε. Αλλά ήταν να τη λυπάσαι. Μακάριζες αυτούς που δεν είχαν κανέναν. Είναι τα δικαιώματα αιτία δυστυχίας; Αυτό που κατέχουμε, μας κατέχει; Ή ύπερηφάνεια, που πηγάζει από τα δικαιώματα, μας εμποδίζει να χαρούμε. Ο υπερήφανος είναι διαρκώς ταραγμένος. Δε βρίσκει γαλήνη πουθενά. Τα δικαιώματά του, το ένα μετά το άλλο αμφισβητούνται και προσβάλλονται. Ιδίως το δικαίωμα στην εκτίμηση και στο σεβασμό των άλλων. Ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα, είναι πρόθυμοι να δείξουν αληθινή εκτίμηση κι αληθινό σεβασμό στους άλλους.
Δεν θα ήταν δύσκολο για κανέναν, να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του κι από την υπερηφάνειά του, αν του είχε αποκαλυφθεί, ποιο είναι το αληθινό, το θεμελιακό του πρόσωπο. Αν γνώριζε ποιος είναι... θα γινόταν ταπεινός. Θα τοποθετούσε τον εαυτό του πιο κάτω απ’ τους σκύλους. Να μερικά δικαιώματα από τα οποία θα μπορούσαμε να παραιτηθούμε. Θα μπορούσαμε να παραιτηθούμε απ’ το δικαίωμα στην εκτίμηση της πεθεράς μας ή στην πίστη της συζύγου ή στο σεβασμό των τέκνων. Από το δικαίωμα στον έρωτα και στή σεξουαλική ικανοποίηση. Θα μπορούσαμε να παραιτηθούμε ακόμα κι από το δικαίωμα στη ζωή.
Παραίτηση από το δικαίωμα στη ζωή δε σημαίνει αυτοκτονία. Η παραίτηση είναι ένα είδος αποστασιοποίησης. Δεν είμαστε προσκολλημένοι πουθενά. Ωραίο αν συμβεί, ωραίο κι αν δε συμβεί. Αυτή είναι η απάντηση στην πρόκληση της ζωής, σε κάθε προσδοκία, μεγάλη ή μικρή. Είμαστε ελεύθεροι από τις προσκολήσεις μας κι από κάθε λανθασμένη αντίληψη. Το άληθινό πρόσωπό μας μοιάζει με ζωγραφιά πυρίκαυστη: Με πόνο καίγονται οι λανθασμένες χονδροειδείς ή λεπτοφυείς αντιλήψεις, που σκεπάζουν την αληθινή μορφή μας.
Κάποτε ένας παπάς περίμενε στην άκρη του δρόμου να περάσει κάποιο μεταφορικό μέσον, για να τον μεταφέρει στην πόλη. Η συγκοινωνία τότε γινόταν με τις σούστες και με τα κάρα, που όταν έβρεχε βάλτωναν στις λάσπες και βούλιαζαν στις μεγάλες λακούβες, που ήταν γεμάτες νερό της βροχής. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Πέρασε μια σούστα κι ο άνθρωπος που την οδηγούσε στάθηκε και πήρε τον παπά μαζί του. Ο παπάς κάθησε δίπλα στον οδηγό και η σούστα ξεκίνησε. Οι δύο άντρες έμεναν σιωπηλοί. Δεν ακουγόταν παρά ο θόρυβος των τροχών. Ο παπάς αγαπούσε την ησυχία και απολάμβανε τη σιωπή. «Παπά, θα βραχείς», είπε σε λίγο ο οδηγός, θέλοντας να άνοίξει κουβέντα με τον παπά. «Δεν πειράζει. Η βροχή είναι του Θεού», είπε ο παπάς και βάλθηκε να κοιτάζει το τοπίο γύρω του. Όμορφα αντανακλοϋσε το φως επάνω στο ζωηρό, νοτισμένο πράσινο των δέντρων.
«Παπά η βροχή δυναμώνει και θα βραχείς» είπε πάλι ο οδηγός. «Ας δυναμώνει, προχώρα εσύ να πάμε με το καλό». «Παπά, η βροχή δυνάμωσε για τα καλά και θα γίνεις μούσκεμα». «Στάσου μια στιγμή» είπε ο παπάς και κατέβηκε απ’ την σούστα. Προχώρησε λίγα μέτρα μπροστά, για να τον βλέπει ο οδηγός της σούστας, βρήκε μια μεγάλη λακκούβα γεμάτη νερό και κυλίστηκε μέσα της, ώσπου τα ράσα του έγιναν μούσκεμα. Σηκώθηκε κατόπιν, ανέβηκε στή σούστα, κάθησε δίπλα στον σαστισμένο οδηγό της και είπε: «Έλα, ξεκίνησε τώρα κι άσε τη βροχή να βρέχει».
Στο μέσον της στιγμής
Οι εκδόσεις των φίλων, 2003
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου