Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται πάνω στο βουνό, αθέατο από την παραλία και χωμένο σε μια δασωμένη πλαγιά της νοτιοδυτικής πλευράς της χερσονήσου. Για να το επισκεφθεί κανείς πρέπει να βαδίσει μια ώρα περίπου από τον αρσανά του και πάνω από 3 ώρες από τις Καρυές. τιμάται στη μνήμη του αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου).
Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή Ζωγράφου ιδρύθηκε γύρω στο 1000, στα χρόνια που αυτοκράτορας στο Βυζάντιο ήταν ο Λέων ΣΤ' ο σοφός, από 3 μοναχούς, τον Μωυσή, τον Ααρών και τον Ιωάννη, που ήταν αδέρφια και κατάγονταν από την Αχρίδα. Η ίδια παράδοση, εξάλλου, μας πληροφορεί ότι οι 3 αυτοί ιδρυτές διαφωνούσαν ως προς την αφιέρωση του μοναστηριού, προτάσσοντας ο καθένας το πρόσωπο ή την εορτή που προτιμούσε. Συγκεκριμένα πρότειναν αντίστοιχα την Παναγία, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Γεώργιο, αλλά επειδή ήταν αδύνατο να καταλήξουν μόνοι τους κάπου, αποφάσισαν να αφήσουν το όλο θέμα στη θεία θέληση.'Ετσι έκλεισαν μέσα στο καθολικό μια ξύλινη πλάκα και άρχισαν να προσεύχονται να γίνει το θαύμα. Πράγματι όταν πήγαν για να δουν το αποτέλεσμα, βρήκαν ζωγραφισμένη πάνω στο ξύλο την εικόνα του αγίου Γεωργίου, στον οποίο και αφιέρωσαν τη μονή και από το γεγονός αυτό ακριβώς την ονόμασαν μονή του αγίου «Γεωργίου τού Ζωγράφου».
Το ότι υπήρχε το μοναστήρι από το 1000 φαίνεται καθαρά από το κείμενο του Α' Τυπικού του Αγίου Όρους, όπου υπογράφει ως ηγούμενός του ο «Γεώργιος ό Ζωγράφου». Η ιστορία του όμως μας είναι άγνωστη στους αμέσως επόμενους αιώνες, ίσως γιατί κάηκαν πολλά αρχεία από την εποχή αυτή. Έτσι ερχόμαστε στον 13ο αιώνα, όπου τοποθετείται κανονικά ανάμεσα στις άλλες αγιορειτικές μονές και μάλιστα με μοναχούς Βουλγάρους. Στο τέλος περίπου του αιώνα αυτού φρόντισε πολύ για τη μονή ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Mιχαήλ Η' Παλαιολόγος, ώστε απορεί κανείς πώς αυτός ο ίδιος με τη συνεργασία και του πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου, ταγμένοι και οι δύο υπέρ της ενώσεως των δύο Εκκλησιών , βασάνισαν αγιορείτες ανθενωτικούς μοναχούς.
Ειδικά στη μονή Ζωγράφου λένε ότι μαρτύρησαν, αφού ρίχτηκαν στη φωτιά από απεσταλμένους του αυτοκράτορα, 26 μοναχοί της και σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος κτίστηκε το 1873 και υπάρχει και μέχρι σήμερα ακόμη, ευλαβικά διατηρημένο, ένα κενοτάφιο μέσα στην αυλή. Οι αλύγιστοι εκείνοι ασκητές, πιστοί στην ορθόδοξη παράδοση και κηρυγμένοι με φανατισμό εναντίον της ενώσεως των εκκλησιών κάηκαν ζωντανοί μέσα στον πύργο της μονής στις 1 0 Οκτωβρίου 1276, όπως αναφέρει η επιγραφή του μνημείου.
Το μοναστήρι λίγο αργότερα έζησε ξανά δύσκολες στιγμές και μάλιστα από τους Καταλανούς πειρατές, που το έκαψαν και το κατέστρεψαν στο μεγαλύτερο μέρος του. Ανοικοδομήθηκε όμως σύντομα χάρη στις χορηγίες των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων και κυρίως του Ανδρόνικου Β' και του Ιωάννη Ε', καθώς επίσης και πολλών ηγεμόνων των παραδουναβίων χωρών. Έτσι αρχίζει μια νέα καλή οπωσδήποτε περίοδος για το μοναστήρι, που όμως δεν συνεχίστηκε για πολύ καιρό.
Άλλαξαν σιγά σιγά τα πράγματα προς το χειρότερο και έφτασε μέχρι την τέλεια σχεδόν ερήμωσή του. Τη φορά αυτή την ανακαίνισή του θα την αναλάβουν οι ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας, από τους οποίους ξεχωρίζει ο Στέφανος ΣΤ' ο καλός, που εργάστηκε πολύ για το μοναστήρι (1502). Στη συνέχεια έγιναν και άλλες εργασίες στη μονή. Συγκεκριμένα το 1716 ανακαινίστηκε η νοτιοανατολική πτέρυγα και στα χρόνια 1862-1896 επισκευάστηκαν η βορεινή με το μεγάλο πρόπυλο της μονής και η δυτική, που είναι και η ψηλότερη με τους εξαιρετικά χονδρούς τοίχους της, την κοινή τράπεζα και το αρχονταρίκι της. Γενικά ακολούθησε μια ανοδική πορεία σε όλη αυτή την περίοδο και η μονή Ζωγράφου έφτασε στο σημείο να ξεπερνά σε πλούτο πολλές από τις άλλες μονές του 'Ορους.
Ως προς την εθνικότητα των πατέρων της μονής, στις αρχές του 180υ αιώνα και για πολύ καιρό, εκτός από τους Βουλγάρους κατοικούσαν σ' αυτή και Σέρβοι, καθώς και πολλοί Έλληνες μοναχοί. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε από το ότι οι Ακολουθίες στη μονή αυτή ψάλλονταν και στις δύο γλώσσες, στην ελληνική και βουλγαρική. Αλλά από το 1845 και μέχρι σήμερα επικράτησε το βουλγαρικό στοιχείο και έμειναν μόνο Βούλγαροι μοναχοί. Αυτοί, καθώς και άλλοι ομοεθνείς τους, που βρίσκονταν σε σκήτες και σε κελλιά του Άθω, δεν πήραν μέρος στο βουλγαρικό σχίσμα, στο τέλος του περασμένου αιώνα, γι' αυτό και ονομάστηκαν «Βουλγαρορθόδοξοι». Το καθολικό της μονής είναι νεότερο κτίσμα (1800), όπως και η τοιχογράφησή του (1817) σε μια πέτρα στη νοτιοδυτική γωνία υπάρχει η χρονολογία 1840, πράγμα που σημαίνει ότι η πλευρά αυτή και ο υαλόφρακτος εξωνάρθηκάς του είναι μεταγενέστερα. Ακολουθεί ωστόσο μορφολογικά τον αγιορειτικό τρίκογχο τύπο και είναι κτισμένο με ωραία ισόδομη τοιχοποιία από λαξευμένες ορθογώνιες πέτρες και πλίνθους σε μερικά σημεία στις τέσσερις πλευρές του υπάρχουν εντοιχισμένα αξιόλογα ανάγλυφα κομμάτια με διάφορες παραστάσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, τέλος, το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και η Αγία Τράπεζα του καθολικού. Η τράπεζα, πολύ ευρύχωρη και χωρίς τοιχογραφίες, βρίσκεται απέναντι από την κεντρική είσοδο του καθολικού ενσωματωμένη στη δυτική πλευρά της μονής. Η φιάλη του αγιασμού υψώνεται κοντά στη βορειοδυτική εξωτερική γωνία του ναού και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Κατασκευασμένη όλη από μάρμαρο στεγάζεται με θόλο, που στηρίζεται πάνω σε 8 πεσσοκολόνες, τα ενδιάμεσα των οποίων, εκτός από δύο, φράζονται με θωράκια. Η κρήνη στο κέντρο με λεοντοκεφαλές υποβαστάζεται από μια μαρμάρινη μορφή καλογήρου, ενώ οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό της θόλου σώζονται πολύ ξεθωριασμένες.
Εκτός από τον κεντρικό ναό η μονή διαθέτει και άλλα 8 παρεκκλήσια μέσα και 8 έξω από αυτή. Από αυτά τα σπουδαιότερα είναι δύο, της Παναγίας (Ακαθίστου), που βρίσκεται ανεξάρτητο μέσα στην αυλή και πλάι στο καθολικό με τοιχογραφίες του έτους 1780, και των Θεσσαλονικέων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, στη δυτική πλευρά της μονής πάνω από την τράπεζα. Τα υπόλοιπα είναι: τρία με νεότερες τοιχογραφίες, της Μεταμορφώσεως (1869), του Προδρόμου (1768) και. του Αγίου Δημητρίου, και άλλα τρία χωρίς τοιχογραφίες, των Αγίων Αναργύρων, των Αρχαγγέλων και των 26 Μαρτύρων. Τα παρεκκλήσια έξω από τη μονή βρίσκονται σε διάφορα εξαρτήματά της, καθίσματα και κελλιά. Τέλος σ' αυτήν ανήκουν δύο εργαστήρια στις Καρυές και ένα κελλί, της Μεταμορφώσεως, που χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της. Από άποψη κειμηλίων η μονή Ζωγράφου σεμνύνεται κυρίως για τις δύο μεγάλες φορητές εικόνες του αγίου Γεωργίου, που φυλάσσονται στο καθολικό της, δεξιά και αριστερά στα δύο προσκυνητάρια του κυρίως ναού. Από αυτές η μία, στο δεξί προσκυνητάρι, θεωρείται αχειροποίητη προερχόμενη από την εποχή των πρώτων κτιτόρων της μονής, ενώ σχετική παράδοση αναφέρει ότι ένας ολιγόπιστος επίσκοπος, για να διαπιστώσει την αχειροποίητη πράγματι κατασκευή της, ακούμπησε πάνω σ' αυτή το δάκτυλό του, που αποκόπηκε αμέσως και φαίνεται ακόμη σήμερα κολλημένο πάνω στην εικόνα. Η δεύτερη εικόνα, αριστερά, εξίσου αξιόλογη με την προηγούμενη, διατηρεί μια μεταλλική επένδυση του 1822. Στη μονή σώζονται επίσης δύο ακόμη αξιόλογες εικόνες της Θεοτόκου, του Ακαθίστου και της Επακούουσας, για τις οποίες υπάρχουν αντίστοιχα δύο παραδόσεις. Για την πρώτη ότι κάποτε ένας γέροντας μοναχός διάβαζε αδιάκοπα μπροστά της τον Ακάθιστο ύμνο, οπότε με αυτόν ειδοποίησε η Παναγία τους άλλους πατέρες ότι έρχονται εναντίον τους πειρατές και με αυτό τον τρόπο γλύτωσαν, αφού έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα. Εκτός από τις θαυματουργές αυτές εικόνες της Θεοτόκου και του αγίου Γεωργίου, η μονή κατέχει πολλά τεμάχια από λείψανα αγίων, ιερά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη, άλλες φορητές εικόνες, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες.
Η βιβλιοθήκη της μονής περιέχει 162 ελληνικά και 388 σλαβικά χειρόγραφα, από τα οποία 26 είναι περγαμηνές και όλα τα άλλα χάρτινα νεότερα. Επίσης πάνω από 8.000 έντυπα βιβλία, τα περισσότερα σε βουλγαρική γλώσσα. Η μονή Ζωγράφου κατέχει τη στιγμή αυτή την ένατη θέση στη σειρά των 20 αθωνικών μοναστηριών και ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής και διοικήσεως από το 1841.
vizantinaistorika.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου