Της Δέσποινας Κωνσταντίνου
Ο όρος «βυζαντινή μουσική» (1) χρησιμοποιήθηκε από ξένους μουσικολόγους, εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα, για να δηλώσει τη μουσική της ορθόδοξης λατρείας. Στην ευρεία του όμως έννοια, δηλώνει τη συνολική μουσική παραγωγή της χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας, κοσμική και βεβαίως, θρησκευτική (2).
Η βυζαντινή μουσική επιβιώνει σήμερα στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, στους αραβόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς της Συρίας και της Παλαιστίνης, στην εκκλησιαστική μουσική των Σλάβων (με εμφανείς όμως δυτικές επιδράσεις), στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού κ.αλ..
Διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της αρχαίας ελληνικής θεωρίας της μουσικής, από την οποία δανείστηκε στοιχεία ορολογίας και θεωρίας, όπως το τετράχορδο, το σύστημα, το εναρμόνιο-διατονικό και χρωματικό γένος, τη διαίρεση του μέλους σε κύριους και πλάγιους ήχους κ.άλ., όσο και του ιουδαϊκού λατρευτικού τυπικού.
Από το τελευταίο υιοθέτησε λέξεις, όπως «αμήν» (είθε), «αλληλούια» (αινείτε τον Θεό), «ωσαννά» (δόξα στον Κύριο), καθώς και τυπικά επαναλαμβανόμενες μελισματικές φράσεις. Πέρα από τις ιουδαϊκές επιδράσεις, η βυζαντινή μουσική δέχθηκε, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, και ορισμένες συριακές. Επομένως, διάφορες τοπικές παραδόσεις, ελληνικές και ανατολικές, συγχωνεύτηκαν στο καμίνι της χριστιανικής θρησκείας και με έντονη τη σφραγίδα της πνευματικότητας, οδήγησαν σ’ αυτό που ονομάζουμε βυζαντινή μουσική.
Πέρα από το γεγονός, ότι αποτέλεσε και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λατρείας, η βυζαντινή μουσική (3) αναδείχθηκε σε θεραπαινίδα της ορθόδοξης θεολογίας, της θρησκευτικής ποίησης και σε ποιμαντικό μέσο ψυχαγωγίας και ψυχοθεραπείας, ρόλοι που δεν είναι και τόσο γνωστοί στο πλατύ κοινό.
Α) Η βυζαντινή μουσική στην υπηρεσία των αντιαιρετικών αγώνων και της διατράνωσης της ορθόδοξης θεολογίας. Η περίοδος από τα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου μέχρι την εποχή του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού (330-712), αποτελεί στην εκκλησιαστική ιστορία περίοδο εμφάνισης και εξάπλωσης διαφόρων αιρέσεων, χριστολογικών, τριαδολογικών, της εικονομαχίας κ.ά..
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με προεξάρχοντες τους Τρείς Ιεράρχες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, επεστράτευσαν τη μουσική τέχνη στον αντιαιρετικό αγώνα, επιδιώκοντας να διατρανώσουν το ορθόδοξο δόγμα μέσω των ύμνων.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα ύμνων με έντονη τη δογματική απόχρωση, που ταυτόχρονα στοχεύει στην ανασκευή της Ευτυχιανής αίρεσης, είναι ο ύμνος, «Ο Μονογενής και Λόγος του Θεού», που ψάλλεται στο β΄ αντίφωνο της Θ. Λειτουργίας. Καθιερώθηκε να ψάλλεται μετά από απόφαση της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, το 653, η οποία κατεδίκασε την αίρεση των Ευτυχιανών, που υποστήριζαν, ότι ο Υιός του Θεού ήταν απλώς Υιός της Μαρίας.
Ο εν λόγω ύμνος, μεστός από τον ορθόδοξο χριστολογικό ρόλο, παρατίθεται πιο κάτω:
«Ο Μονογενής υιός και Λόγος του Θεού αθάνατος υπάρχων. Και καταδεξάμενος δια την ημετέραν σωτηρίαν, σαρκωθήναι εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας ατρέπτως ενανθρωπήσας. Είς ών, της Αγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι».
Ένα άλλο παράδειγμα από την εκκλησιαστική ιστορία είναι η δράση του Αγίου Εφραίμ του Σύρου στη Συρία κατά τον 3ο αιώνα. Ο Άγ. Εφραίμ κατόρθωσε να προσελκύσει στην ορθοδοξία τους πιστούς από την αίρεση του γνωστικού Αρμόνιου (Αμμώνιου), διαδίδοντας μουσική με αντιαιρετικό περιεχόμενο σ’ όλη τη χώρα.
Οι διάφοροι αιρετικοί, από την άλλη, για να προσηλυτίσουν οπαδούς, καλλώπιζαν υπερβολικά τις μουσικές τους συνθέσεις και μελοποιούσαν ύμνους με τέτοια τεχνοτροπία, που απείχαν πολύ από το σεμνό και σοβαρό ύφος της εκκλησιαστικής μουσικής. Ο αιρεσιάρχης Άρειος εξέδωσε την περίφημη συλλογή αιρετικών κειμένων «Θάλεια» (σκόπιμα δόθηκε στη συλλογή το όνομα μιας από τις εννιά Μούσες), η οποία περιείχε γοητευτικές μελωδίες και διαδόθηκε ευρέως ανάμεσα στους Χριστιανούς της Αλεξάνδρειας.
Οι Πατέρες, βλέποντας τη διαρροή ορθοδόξων προς τον αρειανισμό, αντέδρασαν και συνέθεσαν συλλογή ύμνων με ορθόδοξο δογματικό περιεχόμενο, τους οποίους και έθεσαν κάτω από την πολύ χαρακτηριστική ονομασία «Αντιθάλεια». Οι εν λόγω ύμνοι πλαισιώνονταν με σεμνή και ιεροπρεπή μουσική, δοσμένη όμως μέσα από πλουσιότερη και τεχνικότερη μελισματική δομή, με σκοπό να επαναφέρουν στην ορθοδοξία τους χριστιανούς, που ακολούθησαν τον Άρειο.
Β) Η συμβολή της εκκλησιαστικής μουσικής στην ανάπτυξη της λογοτεχνικής παραγωγής στο Βυζάντιο και ειδικότερα στην άνθηση της θρησκευτικής ποιητικής παραγωγής και στη συγγραφή και έκδοση μεθόδων μουσικής. Η σύνθεση ύμνων ξεκινά κατά τον 3ο αιώνα. Μέχρι τότε οι Χριστιανοί μελοποιούσαν στίχους από το ιουδαϊκό Ψαλτήριο και γενικότερα, από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Από τον 3ο μ.Χ. αι. ξεκινά η σύνθεση ύμνων με νέο περιεχόμενο, σηματοδοτώντας και την πρώτη περίοδο της χριστιανικής υμνολογίας (3ος-6ος αι.). Την περίοδο αυτή, δεσπόζει η μονοστροφική ποίηση με τα διάφορα είδη της, όπως το απολυτίκιο (το τροπάριο(4) που μιλά για το περιεχόμενο μιας γιορτής ή εξυμνεί κάποιο Άγιο), το στιχηρό (το τροπάριο που επισυνάπτεται στους στίχους των Ψαλμών), τα ιδιόμελα (έντεχνα τροπάρια με ιδιαίτερα μελωδικά σχήματα), τα προσόμοια, τα εξαποστειλάρια κ.ά.. Όλα τα πιο πάνω είδη ύμνων αποτελούνται από μια και μόνο στροφή.
Στις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα ή κατ’ άλλους ερευνητές, από τα τέλη του Ε΄ αι., κάνει την εμφάνισή του το πρώτο ολοκληρωμένο είδος πολυστροφικής πλέον θρησκευτικής ποίησης, το κοντάκιο. Πρόκειται για μια μακροσκελή ποιητική σύνθεση, η οποία αφηγείται το περιεχόμενο κάποιας γιορτής. Ο χαρακτήρας του κοντακίου είναι λυρικός και εγκωμιαστικός (5) και συχνά διαλογικός.
Ας σημειώσουμε, ότι ο σημαντικότερος ποιητής κοντακίων, ο Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αι.) συνέθεσε πάνω από 1000 κοντάκια και έμεινε στην ιστορία ως «Ο Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποίησης».
Δυο αιώνες αργότερα, η σύνθεση πολυστροφικής θρησκευτικής ποίησης φθάνει στο απόγειό της με τον Κανόνα. Το είδος αυτό, εμφανίζεται τον 8ο αι. και σηματοδοτεί με τη σειρά του τη Γ΄ περίοδο στην υμνολογία, η οποία ολοκληρώνεται το 13ο αιώνα.
Ο Κανόνας είναι ένα ποιητικό σύστημα από εννιά ωδές, που ψάλλονται όλες στον ίδιο ήχο (5). Κάθε ωδή περιλαμβάνει τον ειρμό και 2-5 τροπάρια. Ο Κανόνας είναι ποίηση με έντονη τη δογματική απόχρωση, με θεολογικά μηνύματα και εμφανές το δοξολογικό και υμνητικό στοιχείο. Αυτός, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο εκτόπισε το κοντάκιο. Εφευρέτης και εισηγητής του κανόνα είναι ο Άγιος Ανδρέας Επίσκοπος Κρήτης (7ος αι.), ο οποίος έγραψε τον περίφημο Μεγάλο Κανόνα, που ψάλλεται κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και αποτελείται από 250 τροπάρια.
Εξετάζοντας την ποιητική δομή τόσο του κοντακίου, όσο και του κανόνα, μπορούμε να παρατηρήσουμε, ότι συχνά εμφανίζουν ομοιοκαταληξία, ορισμένες φορές μάλιστα έμμετρη. Τα ποιητικά κείμενα βασίζονται στο μετρικό τονισμό, δηλ. στο συνδυασμό τονισμένων και άτονων συλλαβών, που είναι και η βάση του νεοελληνικού στίχου και είναι χαρακτηριστικά για την πληθώρα σχημάτων λόγου που περιέχουν. Τέτοια είναι η παρομοίωση «Ώσπερ πελεκάν τετρωμένος την πλευράν σου Λόγε» (από τον Επιτάφιο Θρήνο), «Ρόδον το Αμάραντον», «Χαίρε, η μόνη βλαστήσασα το μήλον το εύοσμον» (από τον κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου), το οξύμωρο σχήμα «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε» και «Στάχυν η βλαστήσασα τον αγεώργητον» (ακολουθία Ακάθ. Ύμνου). Ως παραδείγματα ομοιοκαταληξίας παραθέτουμε τα εξής:
«Η ασώματος φύσις των Χερουβίμ,
ασιγήτοις τε ύμνοις δοξολογεί,
εξαπτέρυγα ζώα των Σεραφείμ,
ταις απαύστοις φωνές σε υπερυψοί…» (αρχαίος ύμνος του 6ου αι.) και το
«Μέλλοντος Συμεώνος
του παρόντος αιώνος
μεθίστασθαι του απατεώνος» (από τον Ακάθ. Ύμνο).
Διάφορες φράσεις, εκφράσεις και σχήματα λόγου των βυζαντινών ύμνων, όπως το, «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος» και «Ρόδον το αμάραντον» (και οι δύο φράσεις είναι παρμένες από τον κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου), επιβίωσαν στη λόγια νεοελληνική ποίηση και έγιναν πηγή έμπνευσης για μεγάλους νεοέλληνες ποιητές (7).
Η μεγάλη άνθηση της υμνογραφίας και της ψαλτικής τέχνης επέδρασε καταλυτικά και σ’ ένα άλλο τομέα, αυτό της συγγραφής πληθώρας μουσικών και παιδαγωγικών πραγματειών, ανώτερων θεωρητικών μαθημάτων, πρακτικών μεθόδων διδασκαλίας για την εκμάθηση των οκτώ ήχων κ.ά., με την Οκτάηχο ή Παρακλητική του Ιωάννη του Δαμασκηνού και το Μέγα Ίσον του Ιωάννη Κουκουζέλη (12ος αι.) να είναι τα αντιπροσωπευτικότερα έργα στον τομέα αυτό, καθώς και στη συγγραφή εξηγητικών μεθόδων, δηλ. μεθόδων που εξηγούν και αναλύουν τη μουσική σημειογραφία. Κορυφαίες στο είδος τους είναι οι εξηγητικές εργασίες του Απόστολου Κώνστα Χίου, σπουδαίου δασκάλου και κωδικογράφου της περιόδου 1790-1840 και του Ιωάννη του Τραπεζούντιου (18ος αι.).
Γ) Η βυζαντινή μουσική ως μέσο ψυχαγωγίας και ψυχοθεραπείας στα πατερικά κείμενα. Οι Πατέρες της εκκλησίας τονίζουν συχνά στα κείμενά τους το ρόλο της εκκλησιαστικής μουσικής στη διαμόρφωση και την καλλιέργεια του χριστιανικού ήθους και παροτρύνουν τους χριστιανούς να υμνούν με τη μουσική το Θεό. Η μουσική για τους Αγίους Πατέρες είναι μέσο κατευνασμού των παθών, ψυχικής κάθαρσης, πνευματικής αγαλλίασης.
Γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «Ψαλμός γαλήνη ψυχών, βραβευτής ειρήνης, το θορυβούν και κυμαίνον των λογισμών καταστέλλων». Ο Μέγας Αθανάσιος γράφει τα εξής: «Ούτως το μεν εν αυτή (την ψυχήν) ταραχώδες και τραχύ και άτακτον εξομαλίζεται, το δε λυπούν θεραπεύεται». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Γίνεται γαρ και ο αήρ άγιος από ψαλμωδίας… Ακούει της φωνής και μεταρρυθμίζεται η διάνοια, εισέρχεται η μελωδία και δραπετεύει της πλεονεξίας τα πάθη».
Τα πιο πάνω είναι λίγα μόνο σταχυολογήματα από τα πατερικά κείμενα.
Η βυζαντινή μουσική, όπως διαπιστώνουμε, πέρα από αναπόσπαστο μέρος της λατρείας, αποτέλεσε κινητήριο μοχλό στην ανάπτυξη της θρησκευτικής λογοτεχνικής παραγωγής και της υμνολογίας, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο αντιαιρετικών αγώνων και διδασκαλίας των ορθοδόξων δογμάτων και ως μέσο ψυχαγωγίας και ψυχοθεραπείας. Η συμβολή της υπήρξε εξίσου μεγάλη και στους τρείς τομείς και σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζεται και στις μέρες μας ως τέτοια.
Είναι, κατά την άποψή μας, πολύ ωφέλιμο, οι ενασχολούμενοι με τη βυζαντινή μουσική, ιεροψάλτες, σπουδαστές, θεολόγοι, μουσικοί και γενικά κάθε ενδιαφερόμενος, να αντικρύσει το είδος με μια ευρύτερη σκοπιά, αυτή του μέσου παιδαγωγίας, ποιητικής και λογοτεχνικής ανάπτυξης και ορθόδοξης διδασκαλίας.
Υποσημειώσεις:(1) Αντί του όρου «βυζαντινή μουσική», πολλοί Έλληνες ερευνητές πρότειναν τον όρο «Η καθ’ ημάς μουσική».
(2) Η κοσμική βυζ. μουσική επιβιώνει στο δημοτικό μας τραγούδι.
(3) Ο όρος βυζ. μουσική στην παρούσα εργασία αναφέρεται στην εκκλησιαστική βυζ. μουσική.
(4) Με τον όρο αυτό, χαρακτηρίζεται γενικά κάθε μονοστροφικός ύμνος.
(5) Από πολλούς ερευνητές υποστηρίζεται η άποψη, ότι το κοντάκιο προήλθε από τους εγκωμιαστικούς λόγους των Πατέρων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως εμμελές εγκώμιον.
(6) Το βυζαντινό μέλος είναι διαρθρωμένο στο σύστημα της Οκταηχίας, με τέσσερις κύριους και τέσσερις πλάγιους ήχους.
(7) Πρβλ. με τους στίχους του Οδ. Ελύτη, «Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγο», και «Μακρυνή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο».
Βιβλιογραφία:-Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Ιερόν Πηδάλιον, 12η έκδοση, Αθήνα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998.
-Αλυγιζάκη, Αντώνη Ε., Θέματα Εκκλησιαστικής Μουσικής, 1η έκδοση, 3η ανατ., Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρνάρα, 1993.
-Κωνσταντινίδη, Αντώνη Ι, Οι βυζαντινοί Εκκλησιαστικοί Ήχοι και η Ονοματολογία τους στην Αραβοπερσική και Τουρκική μουσική παράδοση, Μουσικοτροπίες, Θεσσαλονίκη, τεύχος 1/98 σ.37-41.
-Μαυρουδή, Περικλή Φ., Βυζαντινή Μουσική τέχνη, Θεσσαλονίκη.
-Του ιδίου (επιμέλεια), Επιλογές από τη Θεία Λειτουργία, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης, 1995.
-Μουσικός Πανδέκτης, 3η έκδοση, Αθήνα, εκδ. «Ζωής», 1990.
-Λήμμα, «Βυζαντινή Μουσική», στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Μουσικής, Αθήνα, εκδ. Αλκυών, 1993, τ.1.
-Στάθη, Γρηγόρη Θ., Η εξήγησις της παλαιάς βυζαντινής σημειογραφίας, 2η έκδοση, Αθήνα, έκδ. Μητρ. Κοζάνης Διονυσίου και Γρ. Θ. Στάθη, 1995.
- Τσαλάγκα, Παντελεήμονος (Ιερομονάχου), Σύντομος ιστορική διαδρομή της βυζαντινής μουσικής, Θηβαϊκή Φωνή, τεύχος 10, Μάϊος-Ιούνιος 2005, σ. 12-14.
http://www.romiossini.com/articles.php?lid=79
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου