Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν πολλούς Χριστιανούς. Και είναι απολύτως δικαιολογημένα. Γιατί κάθε ορθόδοξος, τελώντας το μνημόσυνο κάποιου προσφιλούς του, επιθυμεί να βεβαιωθεί, αν αυτό που κάνει έχει αντίκρυσμα και αν μπορεί να προκαλέσει ευεργετικά αποτελέσματα στους κεκοιμημένους.
Από την αρχή πρέπει να τονισθεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεωρεί, τις επιμνημόσυνες δεήσεις, ως απλές αναμνηστικές τελετές, ή απλές κοινωνικές υποχρεώσεις των επιζώντων. Η Εκκλησία του Χριστού είναι χώρος κοινωνίας και ζωής και επομένως τα μνημόσυνα είναι πραγματική και ουσιαστική επικοινωνία εν Χριστώ ζώντων και κεκοιμημένων, μέσω της προσευχής και μάλιστα της θείας λειτουργίας.
Η Εκκλησία μας πιστεύει ότι ο θάνατος δεν αφανίζει την προσωπική ύπαρξη του ανθρώπου και επομένως και τους φυσικούς ή πνευματικούς δεσμούς της αγάπης με τους ζώντες. Η αγάπη των μελών της Εκκλησίας ως «σύνδεσμος τελειότητας» συνεχίζεται και πέραν του τάφου και μάλιστα θερμότερη και καθαρότερη, ως απαλλαγμένη των ανθρώπινων μάταιων συμφερόντων. Οι ζώντες στη γη και οι απελθόντες, διά της πίστεως και του θείου βαπτίσματος, αποτελούμε την μία επί γης στρατευόμενη και εν ουρανοίς θριαμβεύουσα Εκκλησία. «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν» τονίζει κατηγορηματικά ο Απ. Παύλος, φανερώνοντας τις επίγειες και ουράνιες διαστάσεις της Εκκλησίας.
Στην αγαπητική αυτή εν Χριστώ σχέση ζώντων και τεθνεώτων κορυφαία θέση παίρνει η προσευχή υπέρ αλλήλων. Εμείς προσευχόμαστε γι’ αυτούς και εκείνοι για μας. Η προσευχή δε αυτή έχει και την έννοια της αλληλοσυγχωρήσεως. (π. Στανιλοάε). Προσευχόμαστε ως άτομα και ως Εκκλησία για τους νεκρούς μας και τους συγχωρούμε για ό,τι τυχόν μας έχουν κάνει και με αυτό τον τρόπο τους ζητούμε να μας συγχωρήσουν και αυτοί. Στο χώρο της Εκκλησίας προσευχόμαστε όλοι για όλους…
Για το λόγο αυτό, η Αγία μας Εκκλησία ευθύς εξ αρχής καθιέρωσε ειδικές προσευχές για τους κεκοιμημένους και όρισε σε τακτές ήμερες να τελούνται μνημόσυνα. Η πράξη της αυτή στηρίζεται τόσο σε μαρτυρίες της Αγ. Γραφής, όσο και σε σαφή διδασκαλία των θεόπνευστων Πατέρων.
Από την Π. Διαθήκη πληροφορούμαστε ότι οι Ισραηλίτες παρεκάλεσαν το Θεό να συγχωρήσει τις ανομίες των προγόνων τους. Όταν δε στους χιτώνες νεκρών Ισραηλιτών στρατιωτών, βρέθηκαν ειδωλολατρικά φυλακτά, πράγμα που εθεωρείτο αμαρτία για έναν Ισραηλίτη, ο λαός προσευχήθηκε στο Θεό, για τις ψυχές των νεκρών αυτών, όπως συγχωρηθεί το αμάρτημά τους. Στην Κ. Διαθήκη ο Απ. Παύλος εύχεται όπως ο Κύριος δώσει στον πιστό Ονησιφόρο -πού ήταν πλέον νεκρός- να βρει έλεος «παρά Κυρίου εν εκείνη τη ημέρα» (Β’. Τιμ. 1).
Αποστολική διδασκαλία θεωρούν και οι Αγ. Πατέρες τα μνημόσυνα. Κατά τον Ι. Χρυσόστομο οι προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων είναι καθορισμένες από το Άγιο Πνεύμα διά των Αγ. Αποστόλων. Ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης γράφει: «τίποτε δεν έχει παραδοθεί χωρίς λόγο και χωρίς κέρδος από τους κήρυκες και μαθητές του Χριστού και έχει διατηρηθεί στη Εκκλησία του Θεού, αλλά πάντως είναι επωφελές και θεάρεστο, το να μνημονεύονται, κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας, τα ονόματα όσων κοιμήθηκαν με ορθή πίστη». Ο Αγ. Δαμασκηνός θεωρεί τα μνημόσυνα ως «επωφελή και θεάρεστα και πολύ ωφέλιμα και προξενούν μεγάλη σωτηρία», οι δε Αποστολικές Διαταγές συνιστούν να επιτελούμε μνημόσυνα «εν ψαλμοίς και αναγνώσει και προσευχαίς» την τρίτη, την ενάτη και την τεσσαρακοστή ημέρα, καθώς και ετήσια.
Αλλά το ερώτημα είναι: ωφελούνται οι νεκροί από τις προσευχές μας; Και τί είδους ωφέλεια τους προσγίνεται;
Ο Άγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων διακηρύσσει: «Πιστεύουμε ότι γίνεται μεγάλη ωφέλεια στις ψυχές για τις οποίες γίνεται η δέηση» και μάλιστα καθ’ ον χρόνο είναι εκτεθειμένη στην Αγ. Τράπεζα «η φρικωδέστατη θυσία». Την αυτή θέση λαμβάνουν ομόφωνα και όλοι οι άλλοι Πατέρες.
Είναι φανερό ότι οι επιμνημόσυνες ή νεκρώσιμες προσευχές της Εκκλησίας (τρισάγια, μνημόσυνα, κηδείες κ.λπ.) γίνονται υπέρ εκείνων, που έφυγαν από τη ζωή αυτή, σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και αμαρτωλοί «ως σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες». Οι δεδηλωμένοι άθεοι ή οι αιρετικοί και όσοι εκούσια και συνειδητά αποκόπτονται από το Άγιο Σώμα της Ζωοποιού Μητέρας Εκκλησίας, παραμένοντες μέχρι θανάτου αμετανόητοι, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν να ωφεληθούν από τις προσευχές αυτές.
Η Εκκλησία μας, βασιζόμενη στην άπειρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Πανάγαθου Θεού, τον ικετεύει να παραβλέψει και συγχωρήσει όλα εκείνα τα ανθρώπινα ολισθήματα και παραπτώματα τα οποία κάποιος «εν λόγω ή έργω ή διάνοια», «εξ υφαρπαγής ή εξ αμελείας, φθόνω και συνεργεία του Διαβόλου» διέπραξε και για τα οποία, από αμέλεια και ραθυμία δεν φρόντισε ή δεν πρόλαβε να μετανοήσει πράττοντας «άξια της μετανοίας έργα».
Και πιστεύει για τις περιπτώσεις αυτές βασίμως -χωρίς βέβαια να προεξοφλεί και τη βούληση του καρδιογνώστη και δίκαιου Θεού, συγχωροχάρτια η Ορθοδοξία δεν έδωσε ποτέ – ότι οι ψυχές αισθάνονται το έλεος του Θεού και «αναπαύονται». Όταν μάλιστα η προσφορά της αναίμακτης θυσίας, συνοδεύεται και από ελεημοσύνες και αγαθοεργίες για τους κεκοιμημένους, τότε, σύμφωνα πάντα με τη διδασκαλία των Θεοφόρων Πατέρων μας, η ωφέλεια είναι μεγαλύτερη.
Παρά ταύτα η Εκκλησία μας δεν παύει να τονίζει την αναγκαιότητα της μετανοίας από την παρούσα ζωή. «Μετανοείτε» «έως το σήμερον καλείται». Γιατί «έρχεται νυξ, ότε ουδείς δύναται» να μετανοήσει. Η μετάνοια για τη ζωή αυτή είναι ασφαλώς ακατανίκητη δύναμη, ικανή να μεταβάλει σε αγίους και τους αγρίους. Εκεί επάνω όμως φαίνεται ότι παύουν οι δυνατότητες της. Έτσι, στην άλλη ζωή, δεν μπορεί ο καθένας να βοηθήσει τον εαυτό του. Η δυνατότητα υπάρχει στην προσευχή της Εκκλησίας και στο Αίμα του Κυρίου που χύθηκε για τη ζωή και σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν θα παύσει να δέεται και να τελεί τα μνημόσυνα. Τον τελικό όμως λόγο τον αναθέτει στο Θεό.
(Αρχιμ. Αθηναγόρου Καραμαντζάνη, «Οι Πατέρες και τα προβλήματα της ζωής μας», τ. Α΄)
fdathanasiou.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου