Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012
Ποιός ὁ σκοπός τῆς νηστείας καί τής μετανοίας;
Ἐκ τοῦ βιβλίου: «Ἡ ἐν Χριστῷ Ζωὴ» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, πρωθιερέως τῆς Κρονστάνδης
Ἀπὸ τὴν 15ην Νοεμβρίου εἰσήλθομεν εἰς τὴν νηστείαν διὰ τὰ Χριστούγεννα. Κατὰ τὴν περίοδον τῆς νηστείας οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἐπιδίδονται εἰς πολλαπλασίως μεγαλυτέραν πνευματικὴν ἄσκησιν ἀπὸ τὴν συνηθισμένην, ἐνῶ καταφεύγουν εἰς τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς Ἐξομολογήσεως – Μετανοίας.
Ἡ Ἐξομολόγησις ὅμως πρέπει νὰ εἶναι εἰλικρινής, βαθεῖα καὶ πλήρης. Ὡς γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, Πρωθιερεὺς τὴς Κρονστάνδης, εἰς τὸ βιβλίον του «ἡ ἐν Χρι στῷ Ζωῇ». «Ο Σαρκικός ἄνθρωπος νομίζει ὅτι εἶναι δουλεία ἡ ἐλευθερία τοῦ χριστιανοῦ π.χ διὰ τὴν φοίτησιν εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας, τὴν νηστείαν, τὴν προετοιμασίαν διὰ τὸ μυστήριον, τὴν ἐξομολόγησιν, τὴν Κοινωνίαν, ὅλα τὰ μυστήρια, καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαίτησις τῆς φύσεώς του, ἀνάγκη διὰ τὸ πνεῦμα του.
Ὅστις ἔχει συνηθίσῃ νὰ κάμνῃ ἀπολογισμὸν τῆς ζωῆς του κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν ἐδῶ, δὲν θὰ φοβηθῇ νὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὸ φοβερὸν κριτήριον τοῦ Χριστοῦ.
Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἱδρύθη τὸ ἐπιεικὲς κριτήριον τῆς μετανοίας, ἵνα ἀφοῦ καθαρισθῶμεν καὶ διορθωθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας ἐδῶ κάτω, δυνηθῶμεν νὰ ἀποκριθῶμεν χωρὶς αἰσχύνην ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτον ἐλατήριον διὰ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν, ἡ ὁποία πρέπει ἐξάπαντος νὰ γίνεται κατὰ πᾶν ἔτος. Ὅσῳ περισσότερον μένομεν χωρὶς ἐξομολόγησιν, τόσῳ τὸ χειρότερον δι᾽ ἡμᾶς καὶ τόσῳ περισσότερον περιπλεκόμεθα εἰς τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, καί, διὰ τοῦτο, δυσκολώτερον καθίσταται νὰ δώσωμεν ἀπολογισμὸν τῆς ζωῆς μας.
Τὸ δεύτερον ἐλατήριον εἶναι ἡ ψυχικὴ ἠρεμία: ὅσῳ εἰλικρινεστέρα ἡ ἐξομολόγησις, τόσῳ ἠρεμωτέρα θὰ εἶναι μετὰ ταῦτα ἡ ψυχή μας. Αἱ ἁμαρτίαι εἶναι ὄφεις μυστικοί, ποὺ κατατρώγουν τὴν καρδίαν καὶ ὅλην τὴν ὕπαρξιν τοῦ ἀνθρώπου· δὲν τὸν ἀφήνουν ἥσυχον, διαρκῶς τὴν καρδίαν του ἀπομυζοῦν.
Αἱ ἁμαρτίαι εἶναι ἄκανθαι ὀξεῖαι, ποὺ διαρκῶς πληγώνουν τὴν ψυχήν· αἱ ἁμαρτίαι εἶναι σκότος πνευματικόν. Ὅσοι μετανοοῦν πρέπει νὰ παράγουν τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας.
Ποῖος ὁ σκοπὸς τῆς νηστείας καὶ μετανοίας; Ποῖος ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον λαμβάνομεν τὸν κόπον δι᾽ αὐτάς; Σκοπός των εἶναι ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ εἰρήνη τῆς καρδίας, ἡ ἕνωσις μετὰ τοῦ Θεοῦ· μᾶς γεμίζουν μὲ υἱοθεσίαν καὶ εὐλάβειαν, καὶ μᾶς δίδουν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν, πράγματι, πολὺ σπουδαῖοι λόγοι διὰ τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν ἐξ ὅλης μας τῆς καρδίας. Ἀνεκτίμητος ἀμοιβὴ θὰ μᾶς δοθῇ δι᾽ ἐργασίαν καὶ μόχθον εὐσυνείδητον.
Ἔχουν ἆραγε πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς τὸ αἴσθημα τῆς υἱϊκῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν; Τολμοῦν ἆραγε πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς χωρὶς καταδίκην καὶ μὲ παρρησίαν νὰ προσκαλοῦν τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα καὶ νὰ λέγουν: «Πάτερ ἡμῶν!»; Ἢ τοὐναντίον δὲν ὑπάρχει ὥστε καὶ νὰ ἀκουσθῇ τοιαύτη υἱϊκὴ φωνὴ εἰς τὰς καρδίας μας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν νεκρωθῆ ἀπὸ τὰς ματαιότητας τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσήλωσιν εἰς τὰ πράγματά του καὶ τὰς ἀπολαύσεις; Ἢ μήπως πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὰς καρδίας μας εὑρίσκεται ὁ Οὐράνιος Πατὴρ ἡμῶν; Καὶ δὲν νομίζομεν ἆραγε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐκδικητής, ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ Αὐτὸν εἰς χώραν μακρινήν;
Ναί, ὅλοι ἡμεῖς ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας εἴμεθα ἄξιοι τῆς δικαίας του ὀργῆς καὶ τιμωρίας καὶ εἶναι θαυμαστὸν πόσον μακρόθυμος καὶ ὑπομονητικὸς εἶναι ἀπέναντι ἡμῶν, ὥστε νὰ μὴ μᾶς πατάσσῃ ὅπως τὴν ἄκαρπον συκῆν.
Ἂς σπεύσωμεν νὰ Τὸν ἐξιλεώσωμεν μὲ μετάνοιαν καὶ δάκρυα. Ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὸν ἐσωτερικόν μας ἄνθρωπον, ἂς ἐξετάσωμεν τὰς ἀκαθάρτους μας καρδίας μὲ πᾶσαν αὐστηρότητα· καὶ ὅταν ἴδωμεν πόσαι ἀκαθαρσίαι τηροῦν αὐτὰς μακρὰν ἀπὸ τὴν Θείαν Χάριν, τότε θὰ ἀναγνωρίσωμεν ὅτι εἴμεθα πνευματικῶς νεκροί. Ὑπόφερε τὰς ὀδύνας καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγχειρήσεως, διὰ νὰ δυνηθῇς νὰ ἐπανακτήσῃς μετὰ ταῦτα τὴν ὑγείαν σου (τοῦτο λέγων ἐννοῶ τὴν ἐξομολόγησιν).
Τοῦτο σημαίνει ὅτι κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν ὀφείλεις νὰ ὁμολογῇς ὅλας τὰς πράξεις τῆς αἰσχύνης εἰς τὸν πνευματικόν, χωρὶς νὰ ἀποκρύπτης τί, μολονότι τοῦτο εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὀδυνηρόν, ἐπαίσχυντον καὶ ταπεινωτικόν.
Ἄλλως ἡ πληγὴ θὰ μένῃ ἀθεράπευτος, θὰ πονῇ, θὰ ὑποσκάπτῃ τὴν πνευματικὴν ὑγείαν σου καὶ θὰ εἶναι ζύμη διὰ τὰς πνευματικὰς ἀδυναμίας σου ἢ τὰς ἁμαρτωλάς σου συνηθείας καὶ τὰ πάθη.
Ὁ ἱερεύς εἶναι πνευματικὸς ἰατρός. Ἐπιδείκνυε εἰς αὐτὸν τὰς πληγάς σου, χωρὶς νὰ ἐντρέπεσαι, εἰλικρινῶς, φανερά, μὲ υἱϊκὴν πεποίθησιν καὶ ἐμπιστοσύνην, διότι ὁ ἐξομολόγος εἶναι ὁ πνευματικὸς πατήρ σου, ὁ ὁποῖος θὰ ὤφειλε νὰ σὲ ἀγαπᾷ περισσότερον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός σου· διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ κάθε σαρκικήν, φυσικὴν ἀγάπην.
Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντήσῃ διὰ σὲ εἰς τὸν Θεόν. Διατὶ ἡ ζωή μας ἔγινε τόσον ἀκάθαρτος, τόσον γεμάτη ἀπὸ πάθη καὶ ἁμαρτωλὰς συν ήθειας; Διότι πολλοὶ ἀποκρύπτουν τὰς πνευματικὰς πληγὰς καὶ τοὺς πόνους των, ἕνεκα τοῦ ὁποίου πονοῦν διαρκῶς καὶ ἐρεθίζονται· καὶ τοιουτοτρόπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς κανεὶς κανένα ἰατρικόν.
«Ἂν πέσῃς, σήκω καὶ θὰ σωθῇς»· εἶσαι ἁμαρτωλός, διαρκῶς πίπτεις, μάθε πῶς πρέπει νὰ ἐγείρεσαι· πρόσεξε πολὺ νὰ ἀποκτήσῃς αὐτὴν τὴν σοφίαν. Ἡ σοφία συνίσταται εἰς τοῦτο: νὰ μάθης ἐκ στήθους τὸν Ψαλμὸν «Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἑλεός Σου», τὸν ὁποῖον ἐνέπνευσεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ προφήτην Δαβὶδ τὸ Ἅ γι ον Πνεῦμα, καὶ νὰ λέγῃς αὐτὸν μὲ εἰλικρινῆ πίστιν καὶ πεποίθησιν, μὲ καρδίαν ταπεινὴν καὶ συντετριμμένην.
Μετὰ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιάν σου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται εἰς τοὺς λόγους τοῦ Βασιλέως Δαβίδ, ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ἀμέσως θέλει λάμψῃ ἐπὶ σοῦ, καὶ αἱ πνευματικαὶ δυνάμεις σου θὰ εἰρηνεύσουν.
«Τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Β´ Κορ. 5, 21), λέγεται περὶ τοῦ Χριστοῦ. Θὰ αἰσχυνθῇς λοιπὸν ὕστερον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους νὰ ἀναγνωρίσης οἱανδήποτε ἁμαρτίαν σου ἢ νὰ ἀναλάβῃς τὴν μομφὴν δι᾽ ἁμαρτίαν τὴν ὁποίαν δὲν διέπραξας;
Ἂν Αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἔνοχος ἁμαρτίας, μολονότι ἦτο ἀναμάρτητος, καὶ σὺ πρέπει νὰ δεχθῆς τὴν μομφὴν διὰ κάθε ἁμαρτίαν μὲ πραότητα καὶ ἀγάπην (διότι εἶσαι πράγματι ἁμαρτωλός), νὰ δεχθῆς τὴν μομφὴν μὲ ταπείνωσιν καὶ ὑποταγήν, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἀκόμη διὰ τὰς ὁποίας δὲν εἶσαι ἔνοχος. Χάρις εἰς τὴν πίστιν μας μόνον, τὰ πνευματικὰ ὄρη –ἤτοι τὰ ὕψη καὶ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν– μετακινοῦνται. Διὰ τοῦτο, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἁπαλλάσσωνται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν των διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, ἐνίοτε λέγουν: «Δόξα τῷ Θεῷ, βουνὸ ὁλόκληρο ἔπεσεν ἀπὸ τοὺς ὤμους μου».
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1951, 23 Νοεμβρίου 2012
anavaseis.blogspot.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου