Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού, (4 Δεκεμβρίου)

Προσευχή την οποία έλεγε κάθε ημέρα προ του ύπνου.

Εύσπλαχνε και πολυέλεε Κύριε, Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, που ήλθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς, από τους οποίους χειρότερος από όλους είμαι εγώ, ελέησέ με πριν πεθάνω, γιατί ξέρω πως φρικτό και φοβερό δικαστήριο με περιμένει μπροστά σ’ όλη την κτίση, οπότε και τα ακάθαρτα και παμμίαρα έργα μου θα γίνουν φανερά. Και είναι αληθινά ασυγχώρητα και ανάξια συγγνώμης, διότι υπερβαίνουν το πλήθος της θαλάσσιας άμμου.

Γι’ αυτό δεν τολμώ να ζητήσω την άφεση αυτών, Δέσποτα, διότι αμάρτησα περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, διότι έζησα ασώτως περισσότερο από τον άσωτο υιό, σου χρωστάω περισσότερα από μύρια τάλαντα, έκανα περισσότερες αμαρτίες από τον τελώνη, ακάθαρτα έργα έπραξα πιο πολλά από την πόρνη του Ευαγγελίου, αμετανόητα έσφαλα, όπως οι Νινεύϊτες και ακόμα χειρότερα, βυθίστηκα μέσα στις αμαρτίες μου περισσότερο από το βασιλέα Μανασσή και, σαν βαρύ φορτίο, με καταπιέζουν, και ταλαιπωρήθηκα και υπέκυψα τελείως.

Το Άγιο Πνεύμα σου λύπησα. Τις εντολές σου παράκουσα. Τον πλούτο των χαρισμάτων σου διασκόρπισα, τη χάρη σου μόλυνα, τον αρραβώνα, που μου έδωκες, στις αμαρτίες σπατάλησα, το πολύτιμο κατ’ εικόνα σου, τη ψυχή μου, εμίανα, το χρόνο, που μου έδωσες να μετανοήσω, με τους εχθρούς σου εβίωσα, καμιά εντολή σου δεν τήρησα, το χιτώνα της ψυχής μου, που μου φόρεσες κατερρύπωσα, τη λαμπάδα του λογικού έσβησα, το πρόσωπό μου, που το λάμπρυνες, με τις αμαρτίες αχρήστεψα, τα μάτια μου, που τα φώτισες, με τη θέλησή μου ετύφλωσα. Τα χείλη μου, που πολλές φορές τα άγιασες με τα θεία σου μυστήρια, με αναίδεια τα εμόλυνα.

Και γνωρίζω πάντως ότι θα παρασταθώ στο φοβερό σου βήμα, σαν κατάδικος, ο παμμίαρος· γνωρίζω δε τότε όλα μου τα έργα θα ελεγχθούν, και τίποτε δεν θα κρυφτεί από σένα. Αλλά σε παρακαλώ, συμπαθέστατε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, μη με ελέγξεις εξαιτίας του θυμού σου, δεν λέω μη με παιδεύσεις, γιατί αυτό είναι αδύνατο λόγω των έργων μου, «μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Θα κερδίσω αυτό από εσένα, εάν δεν με παιδεύσεις με το θυμό και την οργή σου, μήτε φανερώσεις αυτά ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ώστε να αισχυνθώ και να ντραπώ.

Εάν κανείς δεν μπορεί να υποφέρει το θυμό ενός θνητού βασιλιά, πόσο μάλλον να υποφέρω το θυμό σου, Κύριε, ο άθλιος; Ξέρω το ληστή, που ζήτησε και παρευθύς έλαβε τη συγχώρεση, ξέρω την πόρνη, που προσήλθε ολόψυχα και συγχωρέθηκε· ξέρω τον τελώνη, που στέναξε βαθιά και δικαιώθηκε· όμως εγώ ο πανάθλιος, ενώ υπερβαίνω όλους στις αμαρτίες, στη μετάνοια δεν θέλω να τους μιμηθώ, γιατί ούτε δάκρυ συνεχές έχω, ούτε καθαρή και αληθινή εξομολόγηση, ούτε στεναγμό από τα βάθη της καρδίας μου, ούτε καθαρή τη ψυχή, ούτε αγάπη του Θεού, ούτε ταπείνωση, ούτε προσευχή παντοτινή, ούτε σωφροσύνη στο σώμα, ούτε καθαρότητα σκέψεων, ούτε διάθεση, που να ευχαριστεί το Θεό έχω. Με ποιό λοιπόν πρόσωπο και με ποιά παρρησία να ζητήσω συγχώρεση;

Πολλές φορές, Δέσποτα, έδωσα υπόσχεση να μετανοήσω. Πολλές φορές στην εκκλησία κατανύσσομαι και γονατίζω μπροστά σου, όταν όμως εξέρχομαι, αμέσως στις αμαρτίες ξαναπέφτω. Πόσες φορές με ελέησες, εγώ όμως σε πίκρανα.

Πόσες φορές μακροθύμησες, εγώ όμως δεν επέστρεψα κοντά σου. Πόσες φορές με σήκωσες από την αμαρτία, εγώ όμως πάλι γλίστρησα και έπεσα κάτω. Πόσες φορές συ με άκουσες, εγώ όμως σε παράκουσα. Πόσες φορές με πόθησες, εγώ όμως πουθενά δεν σε υπηρέτησα. Πόσες φορές με τίμησες, εγώ όμως δεν σ’ ευχαρίστησα. Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως στοργικός πατέρας με παρηγόρησες και ως παιδί σου με κατεφίλησες και τις αγκάλες σου, αφού μου άνοιξες, μου φώναξες: Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου· έλα πάλι, δεν σε περιφρονώ, δεν σε σιχαίνομαι, δεν σε απορρίπτω, ούτε γίνομαι σκληρός προς το πλάσμα μου, το δικό μου παιδί, την εικόνα μου, τον άνθρωπο, που με τα ίδια μου τα χέρια έπλασα και φόρεσα και προς χάρη του οποίου το αίμα μου έχυσα, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την πρώτη δόξα και τιμή, δεν δύναμαι να μην το συναριθμήσω με τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα. Διότι γι’ αυτό και μόνο στη γη κατέβηκα, και το λύχνο άναψα, και τη δική μου σάρκα και την οικία μου σάρωσα, και τις φίλες δυνάμεις προσκάλεσα, για να γιορτάσουμε την εύρεσή σου.

Όλα λοιπόν αυτά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μου χάρισες, Δέσποτα· εγώ όμως ο άθλιος καταφρονώντας όλα, σε ξένη και μακρινή, χώρα της καταστροφής ξέφυγα. Αλλά συ, Πανάγαθε, πάλι επανάφερε, και μην οργιστείς μ’ εμένα τον ταλαίπωρο. Κύριε, «μη τω θυμώ σου έλεγξης με», εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε ακόμα σ’ εμένα. Μη σπεύσεις να με κόψεις, σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να διατάξεις να με θερίσουν πρόωρα από τη ζωή μου, και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε.

Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στη ψυχή, ασθενής στο λογισμό, ασθενής στη σκέψη, ασθενής στη διάθεση· διότι έχασα τη δύναμή μου, έχασα το χρόνο μου, έχασα μάταια όλες τις ημέρες μου και το τέλος έφθασε. Αλλ’ άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, αν και χτυπώ αναξίως, και μη μου αποκλείσεις την πόρτα της ευσπλαχνίας σου, διότι, εάν συ κλείσεις, ποιός θα μου ανοίξει; Εάν συ δεν μ’ ελεήσεις, ποιός θα με βοηθήσει; Κανένας άλλος, κανένας, παρά μόνο εσύ που είσαι από τη φύση σου ελεήμων και σπλαγχνικός. Ελέησέ με. Κύριε, γιατί ασθενής είμαι. Διότι με αποδυνάμωσε ο εχθρός, και με έκανε εξουθενωμένο και άρρωστο. Ο άρρωστος όμως και συντετριμμένος δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του. «Ελέ­ησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί».

Θεράπευσέ με, Κύριε, γιατί ταράχθηκε το σώμα μου. Ταράχθηκε και συντρίφθηκε η ψυχή μου. Ο συντετριμμένος στο σώμα δεν μπορεί να σηκωθεί και ζητήσει το γιατρό, δεν μπορεί να τρέξει, για να γλυτώσει από τον εχθρό. Λοιπόν συ αναζήτησέ με, Δέσποτα, που ήρθες να βρεις το χαμένο πρόβατο, συ έμενα, που έπεσα στους ληστές, σκέπασέ με, διότι με άφησαν όχι μισοπεθαμένο, αλλά τελείως νεκρό. Λοιπόν γιάτρεψέ με, Κύριε, γιατί ο εχθρός με έκαμε ασθενή και δυσώδη· κι ο ασθενής και δυσώδης βρίσκεται όλος κάτω, όλος έχει πέσει πτώμα ελεεινό· μόνο που προσκαλεί το γιατρό, μόνο που φωνάζει στο Λυτρωτή, μόνο που με τα μάτια παρατηρεί πότε θα έλθει και θα τον επισκεφθεί αυτός, που θεραπεύει τους θλιμμένους στην καρδιά, και ανορθώνει τους κατατρομαγμένους, και σώζει τους απελπισμένους.

Γιάτρεψέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», σωματική και ψυχική οδύνη με κυρίευσε, Δέσποτα, διότι περιπλέχθηκα σε σαρκικά πάθη, και το σώμα και την ψυχή τα έκανα παιχνίδι στους δαίμονες, «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου», εκείνα που συναρμολογούν τον εσωτερικό άνθρωπο. Ποιά είναι αυτά; Η πίστη, η φρόνηση, η ελπίδα, η δικαιοσύνη, η εγκράτεια, η ευσέβεια, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη. Αυτά τα πνευματικά οστά συντρίφτηκαν, Δέσποτα· αλλ’ ίασαί με, Κύριε, ότι «εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω να φθάνει το τέλος της ζωής μου, και «η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το μετά θάνατο δύσκολο δρόμο και μακρινό και εγώ προς τα εκεί δεν είμαι έτοιμος, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Βλέπω το δανειστή να απαιτεί τα δανεικά, και να μη δύναμαι να του αποδώσω «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το λογοθέτη μου να παρουσιάζει το χειρόγραφο και τους δημίους να ουρλιάζουν εναντίον μου, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Βλέπω να με κατηγορούν πολλοί, και κανέναν υπερασπιστή «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», όλος είμαι πληρωμένος από ταραχή και σκοτοδίνη, και αγωνιώ, και τρέμω, και φρίττω, και τα σπλάγχνα μου σπαράσσονται, και δεν γνωρίζω τί να κάμω, με ποιό πρόσωπο ν’ αντικρίσω τον Κριτή μου; Ζαλίζομαι, τρέμω, φρικιάζω, και είμαι σε αμηχανία, και λοιπόν «η ψυχή μου εταρά­χθη σφόδρα».

Ελέησέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Ο πονηρός δεν παύει να με ενοχλεί· οι εχθροί μου δεν παύουν να με πολεμούν, ο εμφύλιος πόλεμος της σάρκας πάντοτε με καταφλέγει, οι πονηροί λογισμοί δεν ησυχάζουν καθόλου. «Δι’ ο επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου και σώσόν με ένεκεν του ελέους σου». Ως συμπαθής, ελέησέ με, ως ελεήμων συμπάθησέ με, ως φιλάνθρωπος, σώσον με χάριν του ελέους σου και όχι από τα έργα μου, διότι είναι πονηρά, όχι από τους κόπους μου, γιατί είμαι ασθενής, όχι από τις σκέψεις μου και τα λόγια μου, διότι είναι ακάθαρτοι και μολυσμένοι, αλλά ένεκα του ελέους σου, πολυέλεε Κύριε, σώσον με.

Εάν δε θέλεις να με δικάσεις, Δέσποτα, πρώτος εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου. Εγώ κατηγορώ τον εαυτό μου ότι είμαι άξιος θανάτου. Λοιπόν σώσον με χάριν του ελέους σου. Στη φιλανθρωπία σου καταφεύγω, πανάγαθε, δεν έχω κάτι άξιο να σου προσφέρω. Ελεημοσύνη ζητώ· μη ζητήσεις από μένα την αξία της. Ενθυμήσου τα λόγια σου. Κύριε, ότι με επιμέλεια ασχολείται ο νους του ανθρώπου στα πονηρά από τη νεότητά του: Και ότι ο άνθρωπος προσκολλήθηκε σ’ αυτήν τη ματαιότητα, και οι ημέρες του σαν σκιά, παρέρχονται· και ότι κανείς δεν είναι καθαρός από μολυσμό της αμαρτίας· και ότι «εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» Διότι εάν παρατηρήσεις τις ανομίες μας, Κύριε, κανείς δεν θα υπομείνει την οργή σου. Γι’ αυτό σώοε με τον ανάξιο δούλο σου χάριν του ελέους σου και όχι χάριν των έργων μου.

Εάν βέβαια ελεήσεις τον άξιο, δεν είναι τίποτε το παράδοξο, εάν σώσεις τον δίκαιο, τίποτε το παράξενο, σώσε με χάριν της αγάπης σου. Δείξε θαυμαστό το έλεος σου σ’ εμένα, Κύριε. Σε μένα φανέρωσε την ευσπλαχνία σου, Δέσποτα. Σ’ έμενα εκδήλωσε μεγάλη τη φιλανθρωπία σου, Άγιε. Δείξε σ’ εμένα. Κύριε, τα αρχαία ελέη σου, που είχες δείξει στους εκλεκτούς σου, καθότι τους μεν δικαίους σώζεις, τους δε αμαρτωλούς ελεείς. Να μη νικήσει η κακία μου την αγαθότητά σου, Κύριε, μήτε να εισέλθεις σε ακριβή εξέταση και κρίση μετά του δούλου σου. Διότι, εάν θελήσεις να με δικάσεις, θα φραχθεί το στόμα μου, μη έχοντας τι να πει ή τι ν’ απολογηθεί. Γι’ αυτό «μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου», ούτε να ζυγίσεις τις αμαρτίες μου την απειλή σου.

Αλλ’ «απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας αμαρτίας μου εξάλειψον», και σώσον με χάριν του ελέους σου, Κύριε. Και το έλεος σου να με συνοδεύει, Κύριε, που φεύγω κακώς από σένα, που πάντοτε δραπετεύω από σένα και που καταλήγω στην αμαρτία πάντοτε με κακό τρόπο.

Αυτό μόνο παρακαλώ, και ικετεύω, και δέομαι «σώσόν με ένεκεν του ελέους σου». Σώσε με, προτού ν’ αναχωρήσω προς εκείνα τα δικαστήρια ή καλύτερα, να πω την αλήθεια, προς εκείνα τα κολαστήρια, όπου δεν υπάρχει μετάνοια, ούτε εξομολόγηση. Δεν υπάρχει συγχώρηση γι’ αυτούς, που δεν μετανοούν εδώ, ούτε εξομολογούνται. Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο σου, που μετανοεί και εξομολογείται ενώπιόν σου, χάριν του ελέους σου, Κύριε, και όχι χάριν των έργων μου.

Διότι συ, Κύριε, είπες, «ζητάτε και θα βρείτε, κτυπήστε την πόρτα και θα σας ανοιχθεί και όσα ζητήσετε με πίστη θα τα λάβετε». Γι’ αυτό σώσε με χάριν του ελέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, για να δοξαστεί και σ’ εμένα το πανάγιο όνομά σου και υπερδεδοξασμένο, Κύριε, Θεέ μου, που έγινες για μένα όμοιος μ’ έμενα, ώστε και εγώ, αφού συναριθμηθώ με όλους τους αγίους, να σε δοξάζω τον υπεράγαθο και φιλάνθρωπο Θεό μου Ιησού Χριστό μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόδοση στη νεοελληνική: Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)

fdathanasiou.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου