«Γιορτάζουμε το ΟΧΙ, γιατί αν γιορτάζαμε το ΝΑΙ, θα είχαμε κάθε μέρα επέτειο»
Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράττεται, πάλιν την κεφαλήν...» της δύσμοιρης ιστορίας επί πίνακι ζητεί.
Η Ηρωδιάς της πατρίδας μας, το ΠΑΣΟΚ, δυσφορεί για την παρουσία αρμάτων μάχης στις παρελάσεις. Βέβαια αυτό είναι το κέλυφος, το πρόσχημα. Στόχος του η κατάργηση των εθνικών παρελάσεων. Επειδή ψυχορραγεί και κείτεται πτώμα άταφο, τυμπανιαίας αποφοράς, πλειοδοτεί σε προοδομανία (ή προδοτικομανία) κάνοντας «τα γλυκά μάτια» στο έτερον κομματικό απολειφάδι, την ΔΗΜΑΡ. Τους ενδιαφέρει μόνον να μπουν στην Βουλή, να εκλεγούν… Ηρωισμός; Τι είναι αυτό; τρώγεται;
Ας αφήσουμε όμως τα... υποκείμενα και ας ασχοληθούμε με τα κείμενα, για να ανασάνουμε λίγο. Πόσο μπορείς να αντέξεις τις λεκτικές αναθυμιάσεις του ψευτο-Βαγγέλη και της κυρά-συνωστισμένης;
«...δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ/γλυκύ χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος/αν δεν ήταν πίσω μιας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν». Στους τρεις αυτούς εξαίσιους στίχους, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, συνοψίζει το μεγαλείο του Έπους του ’40. Η ελληνική ιστορία έχει μία ιδιοτυπία, μοναδική ίσως στην οικουμένη. Είναι ιστορία αδιάλειπτων αγώνων για επιβίωση. Αμύνεται απεγνωσμένα ο Ελληνισμός επί είκοσι πέντε αιώνες, πάντοτε ολομόναχος. Χωρίς φυλετικές συγγένειες και αλληλεγγύη, χωρίς ιστορικούς συμμάχους, χωρίς φιλία, εδαφική και πολιτιστική, ενδοχώρα. «Έθνος μονήρες και ανάδελφον» φαγώθηκε, φαγώνεται, αλλά μένει πάντα η μαγιά. Σταυρώθηκε ο Ελληνισμός από ξένους και βαρβάρους, πολιτισμένους και απολίτιστους, πολλές φορές όμως και από τους δικούς μας, τους εφιάλτες και μηδίζοντες, παλαιούς και νέους, αλλά «ιδού ζώμεν». Και «ζώμεν» γιατί ζει η μνήμη, η οποία διασώζει τα τιμαλφή της ιστορίας μας. Αν σβήσει η μνήμη, θα καταντήσουμε διά παντός ανάξιοι λόγου καταναλωτές και ηδονοθήρες. Τη μνήμη συντηρούν και οι εθνικές μας γιορτές. Μία γιορτή είναι πανηγύρι, πάει να πει ομαδικό ξεφάντωμα, κοινό γλέντι, έκφραση εσωτερικής ελευθερίας και εξωτερικής υπερηφάνειας και χαράς. Μια εθνική γιορτή είναι το τραγούδι της αυτοκατάφασης του λαού.
Η γενιά του ’40, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, αγωνίστηκε για την διάσωση της ταυτότητάς της, για το «ντροπή να ντροπιαστούμε». Λένε κάποιοι χαμαίζηλοι πώς, αν αποφεύγαμε τον πόλεμο, θα γλιτώναμε την καταστροφή της τριπλής κατοχής. Μικροί άνθρωποι, τιποτένιες σκέψεις. «Αν σήμερα έχουμε λιγάκι ειρήνη, ξέρεις τι έχουν τραβήξει οι παλιοί; Ξέρεις πόσοι θυσιάστηκαν; Τώρα τίποτε δεν θα είχαμε, αν δεν θυσιάζονταν εκείνοι. Και κάνω μία σύγκριση: πώς τότε, ενώ κινδύνευε η ζωή τους, κρατούσαν την πίστη τους, και πώς τώρα, χωρίς καμιά πίεση, όλα τα ισοπεδώνουν! Όσοι δεν έχουν χάσει την εθνική τους ελευθερία δεν καταλαβαίνουν. Τους λέω: Ο Θεός να φυλάξει να μην έρθουν οι βάρβαροι και μας ατιμάσουν! Και μου λένε: Και τι θα πάθουμε; Ακούς κουβέντα; Άντε να λείψετε, χαμένοι άνθρωποι! Τέτοιοι είναι οι άνθρωποι σήμερα. Δωσ’ τους χρήματα, αυτοκίνητα και δεν νοιάζονται ούτε για την πίστη ούτε για την τιμή ούτε γιά την ελευθερία. Την Ορθοδοξία μας σαν Έλληνες, την οφείλουμε στο Χριστό και τους Αγίους Μάρτυρες και Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και την ελευθερία μας στους ήρωες της Πατρίδας μας, που έχυσαν το αίμα τους για μας. Αυτήν την αγία κληρονομιά οφείλουμε να την τιμήσουμε και να την διατηρήσουμε και όχι να την εξαφανίσουμε στις μέρες μας». Είναι λόγια του οσιακής μνήμης Γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη. Κάποιοι «χαμένοι άνθρωποι», στεγνοί, αφιλοπάτριδες προτείνουν αυτές τις μέρες να καταργηθούν οι παρελάσεις. Πάλι τη νέα γενιά να μαγαρίσουν. Πάλι τα εθνομηδενιστικά δηλητήρια καμουφλαρισμένα κάτω από το κέλυφος της δήθεν προοδευτικότητας. «Είναι μεταξικό κατάλοιπο». «Οι μαθητικοί σχηματισμοί παραπέμπουν σε στρατιωτικά αγήματα. Θα γίνουν οι μαθητές πολεμοχαρείς». «Να συμμετέχουν όσοι θέλουν, να γίνει σε προαιρετική βάση». «Να αντικατασταθούν με κάτι άλλο, ίσως πολιτιστικά δρώμενα. (Μία παράσταση κουκλοθεάτρου ή μία συναυλία με την Κοκκίνου ή Πρασίνου για παράδειγμα). Χύνονται ποταμηδόν τα φαρμάκια, μαυρίζουν και εξουθενώνουν την ψυχή του λαού, ηττοπάθεια παντού. Και όλα αυτά τα ρυάκια με τα απόβλητα και τις ασχημονίες εκβάλλουν στο σχολείο.
Πήρε ένα μάθημα με το τρισάθλιο βιβλίο ιστορίας, το νεοταξικό κηφηναριό, πριν από 6 χρόνια και, αντί να λουφάξει, συνεχώς επανέρχεται με νέες-καινές και κενές-«προοδευτικές» προτάσεις: να καταργηθούν οι παρελάσεις, καθιερώθηκαν πρώτα στο ναζιστικό έρεβος. Το τελευταίο εντάσσεται στην τακτική της ιδεολογικής τρομοκρατίας (Παρένθεση. Μετά την επιβολή της δικτατορίας ο Γ. Σεφέρης έγραψε ένα λακωνικότατο επίγραμμα. «Ελλάς πυρ! Ελλήνων πυρ! Χριστιανών πυρ. Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;». Είναι σαφής η αποστροφή του ποιητή για την κενότητα και την φαιδρή καπηλεία του Ελληνισμού από τη Χούντα. Σήμερα ισχύει απόλυτα η επιγραμματική του αναφορά. Με τη διαφορά πώς οι λέξεις «Ελλάδα» και «Χριστιανός» δολοφονούνται από τον συνασπισμένο φασισμό της προοδομανίας. Είχε δίκιο ο Κολοκοτρώνης, όταν προφητικώς παρότρυνε πώς «αν δεν τους παστρέψουμε, οι καλαμαράδες θα μας χαλάσουν το έθνος»). Οι παρελάσεις, ιδίως για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου, επιτελούν έξοχο παιδαγωγικό ρόλο. Μπορεί στα γυμνάσια και λύκεια, εξαιτίας της απρεπούς εμφάνισης των μαθητριών, να υπάρχει κάποιος εκφυλισμός, δεν παύουν όμως να συγκινούν και να σκορπούν ελπίδα στον απλό λαό που τις παρακολουθεί. (Οι προκομμένες οι μάνες φταίνε γι’ αυτή την εξαλλοσύνη). Το συγχρονισμένο βήμα και οι στοιχισμένοι σχηματισμοί καταλείπουν στα παιδιά ένα αίσθημα πειθαρχίας, εν μέσω μιας εκπαίδευσης που κλονίζεται από την παραλυτική λογική του κάνω ό,τι μου γουστάρει, έχω μόνο δικαιώματα και καμμιά υποχρέωση. (Χωρίς πειθαρχία ακυρώνεται η διδακτική πράξη. Είναι γνωστά αυτά). Ο λαός μας-αυτός ο προδομένος, κατασυκοφαντημένος και λοιδορούμενος λαός-«όταν θολώνει ο νους του, όταν τον βρίσκει το κακό» στρέφεται στις ένδοξες στιγμές του βίου του, για να αντλήσει καύχηση. Οι παρελάσεις, τις δύο ή τρεις αυτές ημέρες του χρόνου, του υπενθυμίζουν «τί έχασε, τι έχει, τι του πρέπει». Την ημέρα της παρέλασης συνάζεται η ρωμέηκη κοινότητα, βλέπει, καμαρώνει τα παιδιά της και εκφράζει τη χαρά και την υπερηφάνεια της. Και τα παιδιά διδάσκονται, νιώθουν το βαρύ αίσθημα «του ανήκειν» σε μία πατρίδα. Η αυτοκτόνος σήμερα λειτουργία της Παιδείας μας, ελάχιστα συμβάλλει σ’ αυτό που κάποτε λέγαμε αυτογνωσία και εθνική ομοψυχία. Οι παρελάσεις αναδίδουν άρωμα φιλοπατρίας και ηρωισμού και γι’ αυτό ποινικοποιούνται από τα απομεινάρια του κοσμοπολιτισμού. Γνωρίζουν οι μαθητές πως αυτή η μέρα είναι αφιερωμένη στους ήρωες, στους νεκρούς πολεμιστές. Και αυτό είναι πολύ καλό.
Και κλείνω μ’ ένα κείμενο που μοσχοβολά σαν το Τίμιο Ξύλο. Είναι λόγια ενός πολεμιστή του Σαράντα. Περιέχεται στο βιβλίο «Το περιβόλι των Θεών» του Χρ. Ζαλοκώστα (εκδ. «ΕΣΤΙΑΣ», σελ. 135-136).
Εκείνοι οι «μεταξένιοι» άνθρωποι, όταν έλεγαν Ελλάδα εννοούσαν τάφο. Λόγος εθνικός, γι’ αυτούς ήταν να μιλάς μες από το μνήμα.
«Πώς κατάφεραν οι οπαδοί του Ντούτσε με τέτοιους ευνοϊκούς αμυντικούς όρους να χάνουν τα βουνά που υπερασπίζονταν;
Την απάντηση σ’ αυτό το ρώτημα δεν αρκεί να τη δώση το απόλεμο τάχα του ιταλικού λαού, γιατί δεν χρειάζεται θάρρος να μάχεσαι ταμπουρωμένος πίσω από μπετόν αρμέ, βαριά οπλισμένος και ανώτερος σε αριθμό. Την απάντηση την έδωσε Έλληνας τραυματίας όταν ο πρωθυπουργός επιθεωρούσε το νοσοκομείο “Ευαγγελισμός” και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι κάποιου φαντάρου και τον ρώτησε:
- “Πού πληγώθηκες εσύ, παιδί μου;”.
- “Στο Ιβάν!”.
- “Ε, το Ιβάν το τιμωρήσαμε. Έπεσε χθες το βράδυ”.
- “Ναι, έπεσε, κύριε, Πρόεδρε. Θα μπορούσε όμως να είχε πέσει εδώ και πέντε μέρες. Όταν βρήκαμε την πρώτη αντίσταση έπρεπε ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΣΙΑΣΗ ο συνταγματάρχης μας. Θα το παίρναμε από τότε!”.
Ο συγκινητικός αυτός λόγος δείχνει πόσο μακριά πάει το πολεμικό υφάδι μέσα στο πανί του Ελληνισμού. Οι φαντάροι δεν δέχονταν να λογαριάζουν οι αρχηγοί τους τις απώλειες, τα διάφορα Ιβάν θέλαν να τα ρίχνουν με το πρώτο κι ας σκοτώνονταν οι ίδιοι. Στρατιώτες με τόση ψυχή δεν κρατιούνται ούτε από άρματα ούτ’ από όλμους». Γι' αυτό νίκησαν…
aktines.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου